Όταν πρωτοεμφανίστηκε ως αρχηγός κόμματος ο Σταύρος Θεοδωράκης, ένας έμπειρος εκδότης της παλιάς σχολής, μου είχε πει «πολιτική με σανδάλια, χαϊμαλιά και σακίδια δεν γίνεται. Αρχηγός με …κόκκινο παντελόνι δεν μπορεί να πάει πουθενά, πολύ περισσότερο στην Ελλάδα».
Ομολογώ πως τότε σκέφτηκα πως ο καλός φίλος έκρινε τα πράγματα με την οπτική των εβδομήντα και βάλε ετών του. Πως μιλούσε «συντηρητικά».
Η ζωή όμως απέδειξε πως είχε δίκιο.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης, αποδείχθηκε τελικά αδειανό (πολιτικά) πουκάμισο. Ένας δημοσιογράφος που του δόθηκε η ευκαιρία να αποτελέσει μια σοβαρή εναλλακτική με το Ποτάμι του, που είχε υπερβολική προβολή συγκριτικά με άλλους πολιτικούς οργανισμούς, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος της ευθύνης που του έλαχε.
Όταν για παράδειγμα στις εκλογές του 2015 η κοινωνία αναζητούσε ένα εναλλακτικό σχήμα ως προς τον αναδυόμενο ΣΥΡΙΖΑ ή το παρακμάζων ΠΑΣΟΚ, όταν οι πολίτες εκτός του χώρου της ΝΔ έψαχναν κάπου να ακουμπήσουν για να μην προτιμήσουν τους λαϊκιστές, ο Σταύρος αντί να κάνει πολιτική, επέλεγε να κάνει μάρκετινγκ. Να στήνει μια αστεία πασαρέλα και να παίρνει πόζες.
Να το παίζει «γκόμενος» όπως μου έλεγε και μια καλή φίλη, η οποία παρακολούθησε για δέκα ημέρες τον τρόπο που πολιτευόταν και τελικά αποφάσισε πως δεν μπορούσε να τον ψηφίσει.
Θεωρώντας προοδευτική πολιτική το σακίδιο του, με οίηση, ο Σταύρος Θεοδωράκης πολιτεύτηκε σαν να επρόκειτο για διαγωνισμό ομορφιάς. Σαν να κατέβαινε υποψήφιος με τραγούδι στη Eurovision.
Έκανε μια πολιτική τύπου power of love, με επικοινωνισμούς κι όχι με θέσεις. Με πρόζα κι όχι με ουσία. Μόνο που ξέχασε πως δεν επρόκειτο για τηλεψηφοφορία. Δεν θα καλούσε κανείς κάποιο 090 για να τον προτιμήσει, ούτε τα αποτελέσματα θα τα έβγαζε η Ξένια Κούρτογλου της AGB Nielsen.
Αν και πολύ σύντομα συγκέντρωσε ένα σημαντικό έμψυχο πολιτικό δυναμικό δίπλα του που εκτεινόταν από το φιλελεύθερο κέντρο έως την κεντροαριστερά όπως οι Γ. Γραμματικάκης, Μ. Κύρκος, Γ. Αμυράς, Σπ. Λυκούδης, Γ. Ψαριανός, Σπ. Δανέλλης, Γ. Μαυρωτάς ή παλιότερα οι Ι. Φωτήλας, Π. Καρκατσούλης, Χ. Θεοχάρης, Σ. Αντωνάκου, Ν. Ορφανός, Κ. Μάρκου, Χρ. Ταχιάου, Α. Λυμπεράκη, Κ. Μπαργιώτας ο Σταύρος Θεοδωράκης φάνηκε λίγος. Λίγος στην ανάλυση. Λίγος στη δράση. Λίγος στην πολιτική. Λίγος, λίγος, λίγος.
Αυτό δεν φάνηκε εξ αρχής, μιας και το Ποτάμι συγκέντρωσε ένα συμπαθητικό ποσοστό πέριξ του 7%. Όμως σύντομα φάνηκε το πόσο κενός πολιτικού περιεχομένου υπήρξε ο Σταύρος Θεοδωράκης.
Ακόμα κι όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε τις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ, αντί ο αρχηγός του Ποταμιού να ανοίξει μια γενναία συζήτηση για το μέλλον του κέντρου μαζί του, για το πώς οι κεντροφιλελεύθερες δυνάμεις δηλαδή θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν τη Νέα Δημοκρατία να κάνει ένα πλατύ μέτωπο κατά του λαϊκισμού, ο αρχηγός του Ποταμιού φάνηκε πως δεν ήξερε από κολύμπι. Τον παρέσυρε το ρέμα μιας ρηχής και αρπακολλατζίδικης ανάλυσης περί δημιουργίας ενός νέου κεντροαριστερού πόλου, δίχως να ζυγίσει τις σοβαρές φιλελεύθερες και περισσότερο κεντροδεξιές δυνάμεις που το κόμμα του έκρυβε.
Με δική του πρωτοβουλία, εγκλωβίστηκε λοιπόν σε κάτι που δεν πίστευε. Στο εγχείρημα αναβίωσης του νέου κέντρου με αριστερή όμως οπτική. Πώς αλλιώς εξάλλου θα γινόταν αυτό όταν ο κορμός αυτού του εγχειρήματος, το ΠΑΣΟΚ, για να υπάρξει και για να πλαγιοκοπήσει τον παραπαίοντα ΣΥΡΙΖΑ έγερνε πιο αριστερά; Έλα όμως που η φύση του Ποταμιού είναι φιλελεύθερη…
Κι εκεί ο Θεοδωράκης απέδειξε την αβάσταχτη ελαφρότητα της πολιτικής του ανάλυσης. Μπήκε στο εγχείρημα, πολιτικά καταποντίστηκε στη διαδικασία της κάλπης αφού σε σύνολο 210.000 ψηφοφόρων ήλθε τέταρτος και καταίδρωμένος με ποσοστό κάτω του 10%. Κι αντί να σιωπήσει, αντί να σκεφτεί, αντί καλά – καλά να …ντραπεί για το γεγονός ότι συγκέντρωσε όλες κι όλες 20.000 περίπου ψήφους, ο ίδιος πρώτος άρχισε το αντάρτικο επί της «διαδικασίας».
Τη μια του έφταιγε ο τρόπος λειτουργίας των οργάνων. Την άλλη η στάση του κόμματος να ζητά πρόωρες εκλογές, Την τρίτη η αυτονόητη δέσμευση για καταψήφιση του εκτρώματος του Μακεδονικού. Κι όσο κι αν διαφωνεί κανείς, οι δύο τελευταίες θέσεις της Φώφης Γεννηματά δικαιώνονται πανηγυρικά με το Βατερλό που η κυβέρνηση υφίσταται εδώ και 15 ημέρες.
Όμως είπαμε: το πολιτικό μυαλό του Σταύρου Θεοδωράκη τόσο είναι. Τόσο πάει.
Ένας πολιτικός που αποδεικνύεται λάθος σε όλα, που κάνει το ένα σφάλμα πίσω από το άλλο, που με ρηχότητα αποδεικνύει πως για κάθε ευκαιρία που του δίδεται έχει μια λάθος επιλογή να ακολουθεί, εξακολουθεί με εμμονή να επιμένει.
Τελευταίο του θύμα, η ενότητα ενός εγχειρήματος στην κεντροαριστερά που θα έδινε ράπισμα στις δυνάμεις του αριστερού λαϊκισμού. Ας ελπίσουμε πως τώρα που είναι καλοκαίρι, ο Σταύρος μαζί με το σακίδιο, τα σανδάλια και τα χαϊμαλιά του, θα καθίσει να σκεφτεί τι πήγε λάθος. Και πως σε αυτή την κομβική στιγμή της πολιτικής του ζωής θα κατανοήσει πως ανοίγονται μπροστά του δύο δρόμοι. Ο ένας της σύμπραξης με τις κεντροδεξιές, αντιλαϊκιστικές δυνάμεις. Αυτό όμως μπορεί να γίνει χωρίς όρους. Ο άλλος, οδηγεί σε ένα μέρος που γνωρίζει καλά όπως όλοι μας. Στο σπίτι του.