Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε επισημάνει την κουλτούρα ήττας που εδώ και χρόνια καλλιεργείται στην ελληνική κοινωνία. Μια κουλτούρα βαθιά επικίνδυνη. Μια κουλτούρα επιζήμια μεν, όμως υπαρκτή, που εκτρέφεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, από τα πολιτικά κόμματα και κυρίαρχα από την αριστερά κι ένα δήθεν φιλειρηνικό κίνημα.
Κάθε αναφορά σε πόλεμο (αν φυσικά προκληθούμε) είναι κακή. Κάθε λέξη κατά της εθνικής νιρβάνας αρνητική. Καλή είναι μόνο η αναφορά στη μείωση της στρατιωτικής θητείας. Ο στρατός θεωρείται παρίας στην Ελλάδα του 21ου αιώνα και οι στρατιωτικοί παράσιτα. Κι αν πεις και κάτι παραπάνω μπορεί και να χαρακτηριστείς ως ακροδεξιός ή κρυφοχουντικός.
Με αφορμή την αρνητική εξέλιξη της σύλληψης των δύο Ελλήνων αξιωματικών όμως οφείλουμε να πάμε τη συζήτηση παραπέρα και να σπάσουμε τα στερεότυπα.
Να απαντήσουμε για το ποιο μοντέλο Κράτους κι ενόπλων δυνάμεων η πατρίδα χρειάζεται. Να μιλήσουμε για την ανάγκη να κτίσουμε ένα νέο εθνικό φρόνημα.
Στη Γαλλία του ’40 ο εχθρός δεν ήταν οι Γερμανοί. Δεν ήταν η Βέρμαχτ που ετοιμαζόταν να εισβάλλει στη μεγάλη αυτή ευρωπαϊκή χώρα. Ο μεγάλος κίνδυνος ήταν η σημαντική μερίδα πολιτών και πολιτικών που δεν έβρισκαν λόγο αντίστασης στον Χίτλερ. Το σύνθημα «pourquois- δηλαδή «γιατί» – ήταν κυρίαρχο σε μια χώρα βυθισμένη στη νιρβάνα της νίκης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Σε μια χώρα χαμένη στη μικρή καθημερινότητά της.
Η ηττοπάθεια και η κουλτούρα φόβου του πολέμου απέναντι σε μια αναδυόμενη Γερμανία εκφράστηκε λοιπόν με μια λέξη. Και μεταφράστηκε σε μια μεγάλη ήττα. Σε μια εθνική ντροπή για τη Γαλλία.
Στην Ελλάδα του 2018 όμως βλέπουμε ένα αντίστοιχο με το «πουρκουά» (σ.σ. θα μας επιτρέψετε την ελληνικούρα) κίνημα. Βλέπουμε δηλαδή μια κυβέρνηση, να επιδιώκει μια πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας. Μια πολιτική που κρύβει φόβο. Που μυρίζει ψοφίμι. Μια πολιτική που οδηγεί σε σημαντικά λάθη όπως η επίσκεψη Ερντογάν που εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ με αποτελέσματα ορατά σήμερα.
Παρακολουθούμε μια στρατηγική που δεν κρύβει δυναμισμό καθώς όλοι γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει ηθική – πρωτίστως – προπαρασκευή για ένα δύσκολο σενάριο. Αυτό μιας επόμενης μεγάλης έντασης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Στα Ίμια η ελληνική πλευρά φοβήθηκε να διεκδικήσει τα δικαιώματα της κι άφησε τους Τούρκους να αλωνίζουν.
Είδαμε επίσης τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο βεβιασμένα την περασμένη Παρασκευή να σπεύδει να μιλήσει για «άμεση επιστροφή» των στρατιωτικών μας και να χαρακτηρίζει «συνομωσιολογικά τα σενάρια που θέλουν τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς να ανταλλάσσονται με τους οκτώ Τούρκους στρατιωτικούς που έχουν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα». Ο ίδιος σήμερα τα μαζεύει αφού ξεκάθαρα οι Τούρκοι εκββιάζουν κι επιδιώκει να στείλει μήνυμα πως η κυβέρνηση ελέγχει την κατάσταση. Και φυσικά όπως και στην πρώτη περίπτωση, έτσι και τώρα δεν πείθει κανέναν.
Είδαμε την ελληνική πλευρά να υιοθετεί άμεσα το σενάριο «εισόδου» των αξιωματικών μας στην τουρκική πλευρά. Λες και μπορούσαμε να ψάξουμε τι ακριβώς συνέβη με τους ανθρώπους μας να βρίσκονται στα τουρκικά υπόγεια.
Για να είμαστε σωστοί βέβαια, αυτή η στρατηγική των υποχωρήσεων, των ταπεινώσεων της χώρας μας και της εθελοδουλίας δεν είναι γνώρισμα μόνο αυτής της κυβέρνησης. Την είδαμε ξανά στην περίπτωση των Ιμίων με την κυβέρνηση Σημίτη στην περίπτωση των Ιμίων. Κι αν τότε υπήρχε η δικαιολογία πως η χώρα δεν ήταν έτοιμη για εθνική κρίση, 20 χρόνια μετά τον θάνατο τριών αξιωματικών μας δεν υπάρχει δικαιολογία. Οφείλαμε να μάθουμε, αφού τότε πάθαμε.
Η Ελλάδα λοιπόν αυτή τη στιγμή οφείλει να είναι προσεκτική. Να ασκήσει διπλωματία επιπέδου. Όμως παράλληλα, όλοι μας οφείλουμε στις επόμενες γενιές να σοβαρευτούμε. Να κινηθούμε ως Κράτος μικρό μεν, αποφασισμένο δε. Να αυξήσουμε την αποτρεπτική μας δύναμη. Να κτίσουμε μια κουλτούρα νίκης. Να εξελιχθούμε σε ένα βαλκανικό Ισραήλ, αμυντικά αυτάρκες, βασισμένο στην τεχνολογία και την καινοτομία. Να αποκτήσουμε νέο δόγμα και να επενδύσουμε στην άμυνα και τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων μας. Όχι στις μίζες ή σε μια πολιτική τσάτρα -πάτρα με αναβαθμίσεις αεροπλάνων μόνο και μόνο επειδή άλλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ θέλουν να ξεστοκάρουν. Δεν είναι δυνατό η χώρα μας να αγοράζει όπλα με άξονα τα θέλω τρίτων κυβερνήσεων και να μην κοιτάζουμε πως η πατρίδα μας οφείλει να κάνει σοβαρό σχεδιασμό.
Είναι η ώρα να συμφωνήσουμε ΟΛΟΙ σε ένα εθνικό σχέδιο. Και είναι ώρα να αλλάξουμε στάση ως προς το στράτευμα. Να το αναβαθμίσουμε στις συνειδήσεις, να αναδείξουμε το ρόλο του και να κατανοήσουμε πως στις Δημοκρατίες ο στρατός είναι αρωγός κι όχι εχθρός. Να τελειώνουμε με αυτό το κόμπλεξ της μεταπολίτευσης.
Αν δεν κατανοήσουμε τα παραπάνω, τότε η οικονομική κρίση θα είναι τίποτα μπροστά σε μια εθνική που ενδεχομένως θα ακολουθήσει.