Η φιγούρα γνωστή. Το βήμα νωχελικό. Το μπουφάν γυρτό στον ώμο. Το στιλ γλυκά ατσούμπαλο. Πάντα φαρδιά παντελόνια φορούσε και αθλητικά παπούτσια. Το χρώμα της μπλούζας μαύρο. Τα γυαλιά με χοντρό συνήθως σκελετό και τα μαλλιά μονίμως να πετάνε. Η επιτομή του στιλ, χωρίς στιλ.
Εσύ να χτυπάς τα πλήκτρα. Να λιώνεις το κινητό. Να κυνηγάς την είδηση. Να πιστεύεις πως έκανες τη μεγάλη αποκάλυψη. Να θεωρείς δεδομένη την κατάκτηση της απόλυτης επιτυχίας.
Κι εκείνος με χιούμορ απαράμιλλο, με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο να σε ιντριγκάρει. Να έρχεται και να σου ζητά το «κάτι παραπάνω». Να σε πιέζει όχι για το δικό του συμφέρον αλλά για την τιμή της δημοσιογραφίας. Για να σε κάνει ακόμα καλύτερο ρεπόρτερ. Για να σε εξελίξει και να σε ανεβάσει στα δημοσιογραφικά αστέρια.
«Ρε φίλε, έχεις κανένα θέμα»;
Αυτό το προτρεπτικά γλυκό τσίγκλισμα ήταν που σε αγανακτούσε μιας και πίστευες πως είχες πιάσει το ύψιστο των δυνατοτήτων σου όμως τελικά αποδεικνυόταν πως … «είχες κι άλλο». Αυτή η καταλυτική παρότρυνση είναι που γέννησε εκατοντάδες δημοσιογραφικές επιτυχίες, που δημιούργησε την τελευταία μεγάλη ελληνική εφημερίδα. Το Πρώτο Θέμα των 320 χιλιάδων φύλλων. Το Πρώτο Θέμα που ήλεγχε την εξουσία όσο κανείς άλλος. Το Πρώτο Θέμα των διαρκών μαχών. Το Πρώτο Θέμα των δημοσιογράφων.
Αυτό το ψυχολογικό κοουτσάρισμα σε ανάγκαζε να γίνεις ακόμα καλύτερος, ακόμα πιο μαχητικός, ακόμα πιο επαγγελματίας, ακόμα πιο επιτυχημένος στη δουλειά σου. Ήταν το υπερόπλο μας. Ήταν το έναυσμα και η επωδός για να μπούμε στη μάχη, στον αγώνα, στις αποκαλύψεις και στην έρευνα.
«Ρε φίλε έχεις κανένα θέμα»;
Αυτή η φράση και η αστείρευτη ευφυία του μεγαλύτερου Έλληνα δημοσιογράφου της γενιάς του αρκούσαν.
Θέμο δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Γιατί μπήκαμε στο Πρώτο Θέμα νεαροί και σήμερα είμαστε οικογενειάρχες κι επαγγελματίες καταξιωμένοι. Θέμο σε ευχαριστούμε για όλα όσα απλόχερα έκανες για εμάς.
Δεν αναφέρομαι στις απανωτές αυξήσεις μισθών, στα δώρα που με κάθε ευκαιρία μας προσέφερες. Δεν θα περιοριστώ καν στον τρόπο που με στήριξες σε προσωπικά δύσκολες στιγμές ούτε στις συνεχείς συζητήσεις που είχαμε τα μεσημέρια στην κουζίνα του τρίτου ορόφου για τον κοινό μας «μπελά» που μόνο εσύ κι εγώ γνωρίζουμε. Έναν μπελά που μας δυσκόλευε, όμως μας έκανε διαρκώς καλύτερους.
Θέλω να σε ευχαριστήσω για τα δωρεάν μαθήματα επαγγελματισμού που εδώ και 15 κοντά χρόνια μας προσέφερες. Θέλω να σε ευχαριστήσω – όπως πιστεύω κι όλα τα παιδιά σου στην εφημερίδα – για τις ευκαιρίες που έδωσες. Για το αγχωτικά αγαπησιάρικο μάνατζμεντ σου που μας έφθασε πιο πάνω από όσο κι εμείς οι ίδιοι πιστεύαμε πως μπορούσαμε να πετύχουμε. Θέλω να σου πω ότι θυμάμαι πως το μεγαλύτερο έπαινο που πήρα ποτέ εσύ μου τον έδωσες όταν για ένα αποκλειστικό θέμα είχες σηκωθεί να με συγχαρείς φιλώντας με στο μάγουλο.
«Ρε φίλε, τελικά είχες όντως θέμα» είπες. Και μου χάρισες όλο τον δημοσιογραφικό κόσμο. Γιατί η αναγνώριση από τον πρώτο, από τον κορυφαίο, από τον καλύτερο, είναι το μεγαλύτερο βραβείο.
Όλοι όσοι σε ζήσαμε από κοντά, οι συνεργάτες σου που από το 2005 είμαστε μαζί χωρίς διάλλειμα, εμείς που σπάνια πηγαίναμε διακοπές τα καλοκαίρια λόγω της φοβίας σου μη χάσουμε κάποια αποκλειστική είδηση, εμείς που ξενυχτάμε εδώ και χρόνια κάθε Παρασκευή για να κλείσει το φύλλο, ξέρουμε πως ποτέ δεν υπήρξες αυτό που κάποιοι ήθελαν να δείξουν ότι είσαι. Πως δεν ήσουν ούτε κυνικός, ούτε σκληρός, ούτε ένας αδιάφορος άνθρωπος. Υπήρξες ένας πατριώτης, ένας εραστής της λογικής, ένας αρνητής της εξουσίας και των κατεστημένων νοοτροπιών.
Υπήρξες ο ευφυέστερος των Ελλήνων, ένας γεννημένος δημοσιογράφος, ένας καλός φίλος, ένας ξεχωριστός, άριστος κι άξιος άνθρωπος. Όχι κάποιος εκδικητικός, μισάνθρωπος και τελικά μέτριος όπως όλοι εκείνοι που σε κυνήγησαν.
Αντίο Θέμο.
Η ιστορία κατέγραψε πως υπήρξες ο εκδότης της τελευταίας μεγάλης ελληνικής εφημερίδας.