Επεράσαμε όμορφα, όμορφα, όμορφα στις εφετινές διακοπές.
Τι κι αν τα λεφτά ήταν λιγότερα; Τι κι αν μας περίμεναν οι φόροι στην επιστροφή; Τι κι αν στην πορεία μάθαμε πως είχαμε κι έναν ΕΦΚΑ απλήρωτο μιας και χάσαμε τη μπάλα με το τι πληρώνουμε και πότε λόγω του success story Τσίπρα;
Οπλιστήκαμε με κέφι και σαλπάραμε για τη Νάξο. Το νησί της γυναίκας μου το οποίο αγάπησα και επισκέπτομαι εδώ και 12 χρόνια.
Το νησί κούκλα και με μοναδικές παραλίες. Οι κάτοικοι αυθεντικοί. Ο Τζώνης στο Σαγκρί κορυφαίος μάγειρας και συνειδητοποιημένος επιχειρηματίας. Η Ειρήνη και ο Κώστας στο Ostria της Μουτσούνας πραγματικά φιλόξενοι, μοντέρνα παιδιά και οι καλύτεροι στους θαλασσινούς μεζέδες. Τα καλύτερα μόνο μπορεί να πει κανείς για τον φούρνο του Λαγογιάννη στους Τρίποδες, για το ταβερνάκι – καφενεδάκι στο Χαλκί, για τα Waffle House, για μια σειρά μαγαζιών που κρατάνε υψηλά τη σημαία του επαγγελματισμού κι εν τέλει της χώρας.
Γιατί όταν φιλοξενείς εκατομμύρια τουρίστες από άλλες χώρες οφείλεις να τους σέβεσαι και να τους παρέχεις το καλύτερο.
Όμως δεν είναι όλα ρόδινα. Δυστυχώς σε μια Ελλάδα που δεν ρήμαξε μόνο οικονομικά αλλά και ηθικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Υπάρχει η άλλη Ελλάδα, η άλλη Νάξος που οφείλουμε να αλλάξουμε.
Ας ξεκαθαρίζουμε λοιπόν ορισμένα πράγματα:
Τους Ναξιώτες τους αγαπάμε. Το ίδιο συμβαίνει με τους Κρητικούς, τους Μακεδόνες, τους Επτανήσιους, τους Πελοποννήσιους, τους Θρακιώτες κι απανταχού Έλληνες. Τη φοροδιαφυγή τους όμως όχι.
Όπως λέμε το καλό, θα πούμε και το κακό λοιπόν: δεν μπορεί να ζητάς τιμολόγιο στο μαγαζί της Σουζάνας στη Χώρα της Νάξου και να σε κοιτάνε λες και τους ζητάς κάτι …διαστημικό. Δεν μπορεί μια επιχειρηματίας της εστίασης από άλλη μάλιστα χώρα, την Ιταλία, να στραβομουτσουνιάζει και να κακομιλά επειδή ένας πελάτης ζητά το φορολογικό του δικαίωμα. Η στάση τέτοιων επαγγελματιών μας υποψιάζει για πολλά και τελικά καταλαβαίνω απόλυτα τους λόγους που κάποιων τα μαγαζιά έχουν μπει στο στόχαστρο των ελέγχων από την ΑΑΔΕ.
Δεν μπορεί στην ταβέρνα που θέλει να αναφέρεται κι ως η «κορυφαία των Κυκλάδων», την Αξιώτισσα, την ώρα που πελάτες τρώνε ακριβώς δίπλα τους να ξεσκονίζουν και με λογική «αν δεν σου αρέσει, φύγε…» να απευθύνονται στον πελάτη. Δεν μπορεί στον Λευτέρη στην Απείρανθο να ακούς οικογενειακούς καβγάδες ενώ έχεις πάει να γευματίσεις. Τέτοιοι επαγγελματίες οφείλουν είτε να αλλάξουν, είτε να εξαφανιστούν. Δεν μπορεί στα ορεινά χωριά του νησιού αντί αποδείξεων να σου φέρνουν τα γνωστά χαρτάκια με τις χειρόγραφες παραγγελίες και να σε καλούν να πληρώσεις. Η φοροδιαφυγή έχει γίνει καθεστώς και στα rooms to let με πάντοτε γεμάτο κατάλυμα να έχει κόψει μόλις 5 τιμολόγια από τον Ιούνιο έως τώρα.
Δεν είναι δυνατό σε χώρα του 21ου αιώνα που φιλοδοξεί να φιλοξενήσει 30 εκατομμύρια τουρίστες να υπάρχουν ανύπαρκτες αστυνομικές δυνάμεις και παντελής απουσία τροχαίας με αποτέλεσμα είτε οι ντόπιοι, είτε θερμοκέφαλοι πιτσιρικάδες τουρίστες να κάνουν επικίνδυνα ράλι στους ούτως ή άλλως κακούς δρόμους του νησιού. Δεν είναι εικόνα νοσοκομείου αυτή που υπάρχει στο νησί.
Σαν τη Νάξο αλλά και κάθε άλλο τουριστικό προορισμό λοιπόν, η χώρα βιώνει αυτό που βιώνει και στο σύνολο της. Κακά τα ψέματα. Δύο οι Ελλάδες που υπάρχουν. Η μια η σοβαρή. Η Ελλάδα της δημιουργίας. Η άλλη εκείνη που πεισματικά αρνείται να προχωρήσει. Να πάει μπροστά και που με κολπάκια κι ευκολίες παλεύει να μείνει στη χρυσή – όπως τη νομίζει – δεκαετία του ’80. Αυτό για εμάς όμως είναι το πραγματικό «ή αυτοί ή εμείς». Αυτή είναι η μεγάλη μάχη που καλούμαστε να δώσουμε. Η μάχη για πρόοδο κόντρα σε όλους εκείνους που μένουν κολλημένοι στα παλιά τους “ήθη κι έθιμα”.