Ήταν περίπου λίγο πριν τα Χριστούγεννα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ επιδίωκαν να διασπάσουν τη Νέα Δημοκρατία.
Επρόκειτο για τη γνωστή προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων ως προς την προοπτική δημιουργίας ενός κόμματος τύπου Λίγκας του Βορρά. Πονηρά σκεπτόμενοι οι κυβερνητικοί θεώρησαν πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αναγκαστεί να δώσει συναίνεση για το όνομα της FYROM, πως σε εκείνον θα πέσει το μπαλάκι κι όχι σε αυτούς μιας και το δικό τους κοινό θα συμφωνούσε υποτίθεται με σύνθετη ονομασία erga omnes ενώ η ΝΔ θα είχε να διαχειριστεί το πιο σκληρό δεξιό κομμάτι της που διαφωνούσε και διαφωνεί με οποιαδήποτε χρήση του όρου Μακεδονία.
Όπως όμως λέει και ο λαός μας “όταν σκάβεις το λάκκο του άλλου, πέφτεις τελικά εσύ μέσα”.
Πολιτικός του μέτρου και της εγκράτειας (χαρίσματα όχι και τόσο δεδομένα σε μια Ελλάδα των άκρων) ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν βιάστηκε. Δεν τσίμπησε με όσους του έλεγαν να προσέξει τον Απόστολο Τζιτζικώστα, να έχει στο νου του τον φιλόδοξο Ιβάν Σαββίδη ή να αναγορεύσει σε μείζονα αντίπαλο τον Φραγκούλη Φράγκο και τους Μακεδονομάχους. Προτίμησε να ταξιδέψει ο ίδιος στον βορρά, να ακούσει, να μελετήσει και τελικά να κατασταλάξει.
Συμπέρασμα του; Δεν ήταν μόνο ο μέσος Νεοδημοκράτης που δεν ήθελε μια λύση “ό,τι να είναι”. Ήταν το σύνολο των ταλαιπωρημένων από την κρίση βορειοελλαδιτών που έθετε όρια στις διαπραγματεύσεις. Κομμάτια του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ που ευκαιριακά στράφηκαν σε ψήφο υπέρ του Τσίπρα έλεγαν ΟΧΙ σε μια λύση όπως ο πρωθυπουργός τη σκέφτεται. Ποντιακές ενώσεις, μικρασιατικά σωματεία, ορθόδοξοι αριστεροί, η εκκλησία, διανοούμενοι, η νεολαία που δεν θέλει να συνηγορήσει σε μια νέα εθνική ήττα, ήταν που έλεγαν πως πρέπει να υπάρξει ένα όριο. Ακόμα και πιο εκσυγχρονιστικά κομμάτια της κοινωνίας θεώρησαν πως η συζήτηση είναι άκαιρη αν λάβουμε υπόψιν πως η Ελλάδα βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο λόγω οικονομικής συγκυρίας άρα δεν μπορεί να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος.
Αποτέλεσμα αυτής της ζύμωσης ήταν τα δύο συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη αρχικά και κατόπιν στην Αθήνα. Επρόκειτο για έναν ξεσηκωμό που αιφνιδίασε την κυβέρνηση, η οποία αντί να στοχαστεί στο τί έκανε λάθος προτίμησε να λειτουργήσει ως ΣΥΡΙΖΑ του 4%. Υποτίμησε την κοινωνική αυτή διεργασία, σνομπάρισε τις χιλιάδες Ελλήνων που βγήκαν να διατρανώσουν την επιλογή τους και μίζερα, αντί να παραδεχθεί το λάθος της μετρούσε λάθος το πόσες χιλιάδες ήταν εκείνοι που βγήκαν στους δρόμους. Αυτή η υπεραντίδραση συνεχίζεται και σήμερα με την προσπάθεια του πρωθυπουργού να καταδείξει ως “ακραίους” όσους διαφωνούν μαζί του κι ως προοδευτικούς εκείνους που θέλουν λύση στο Σκοπιανό “εδώ και τώρα”. Ίσως και με αυτή την πολιτική ιδιοτέλεια μάλιστα να επισκέφθηκε τον Γιάννη Μπουτάρη κι όχι τόσο με τη διάθεση συμπαράστασης στο πρόσωπο του για την αδικαιολόγητη εις βάρος του πρόσφατη επίθεση.
Το δεύτερο λάθος της κυβέρνησης ήταν η εν κρυπτώ διαπραγμάτευση Κοτζιά για την περίφημη πλέον “Μακεδονία του Ίλιντεν”. Όλοι κατανοούν πως όντως ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών συζητούσε σοβαρά μια τέτοια προοπτική και πως η αδιάβαστη – ως συνήθως – κυβέρνηση του καλοέβλεπε μια τέτοια εξέλιξη. Η άμεση αντίδραση όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης βούλιαξε αυτό το σενάριο όμως η ρετσινιά έμεινε. Κάποιοι θέλησαν να δώσουν μια απαράδεκτη λύση με αλυτρωτικά χαρακτηριστικά και με μήτρα της τον Μακεδονισμό των αρχών του 20ου αιώνα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών λοιπόν είναι η βύθιση του ΣΥΡΙΖΑ στη βόρεια Ελλάδα όπως όλοι γνωρίζουν. Το κυβερνών κόμμα δημοσκοπικά βρίσκεται στα τάρταρα στην Ελλάδα από τη Θεσσαλία και πάνω. Κάποιοι μάλιστα δημοσκόποι του Μαξίμου παραδέχονται πως οι αναλύσεις τους ήσαν άστοχες και πως πλέον η φθορά είναι μεγάλη. Εμείς θα προσθέσουμε μάλιστα πως πρόκειται για δρόμο χωρίς επιστροφή μιας και οποιαδήποτε κωλοτούμπα να γίνει, όσο πατριώτης και να το παίξει ο Αλέξης Τσίπρας ο μουντζούρης των μυστικών του διαπραγματεύσεων θα είναι τέτοιος που θα του κοστίσει σημαντικές απώλειες. Και αυτή η φθορά είναι που εμποδίζει τον κ. Τσίπρα από το να επιλέξει προσφυγή στην κάλπη το φθινόπωρο. Γιατί γνωρίζει πως η Μακεδονία θα τον εκδικηθεί για όσα σχεδίαζε για αυτή, χωρίς αυτή.