Γράφει ο Διαμαντής Σεϊτανίδης
Αλλάζει, μαθαίνω, και πάλι το σήμα της η Νέα Δημοκρατία. Το είχε ξαναλλάξει και πάλι πριν από 6- 7 χρόνια, αν θυμάμαι καλά, όταν στη θέση του παραδοσιακού “πυρσού” είχε μπει ένα αφαιρετικό σχήμα, που κάποιοι το είπαν “εναρμονισμένο με τη νέα τεχνολογική περίοδο” και κάποιοι άλλοι” κάτι σαν ηλεκτρονικό σκουλήκι”. Τώρα, το σήμα ξαναλλάζει.
Ωραία είναι αυτά τα συμβολικά, αλλά πραγματικά το πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι το σήμα. Είναι το σώμα. Το σώμα των πολιτών που την ακολουθούν, που την πιστεύουν, που είναι διατεθειμένοι να στηρίξουν μια πολιτική ανάπτυξης την οποία προτείνει η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση.
Το σώμα, είναι το πρόβλημα. Η γερασμένη πολιτική και κοινωνική βάση, που δεν ανανεώνεται επαρκώς, οι δεξαμενές πολιτών που παρά την τραγική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εντάσσονται στη ΝΔ ως εναλλακτική λύση, το παράδοξο του ότι η ΔΑΠ φτάνει ως το 40% στα Πανεπιστήμια ενώ την ίδια στιγμή η εκλογική επίδοση της ΝΔ σε αυτές τις ηλικίες είναι μονοψήφια, η αδυναμία της να επιβάλλει τη δική της πολιτική ατζέντα στο δημόσιο διάλογο, η απροθυμία της να δημιουργήσει στην κομματική ζωή θεσμούς και διαδικασίες που να εμπνέουν εμπιστοσύνη στους πολίτες, η αμηχανία της στην πολεμική εναντίον του νεποτισμού, αυτά είναι προβλήματα της ΝΔ πολύ σημαντικότερα από την αλλαγή του σήματος.
Μα, θα αντιτάξει κάποιος, παραγνωρίζεις ότι επί τρία χρόνια, υπό τη σημερινή της ηγεσία, η Νέα Δημοκρατία προηγείται συνεχώς και αδιαλείπτως στις δημοσκοπήσεις, με ένα προβάδισμα που περισσότερο διευρύνεται, παρά συρρικνώνεται; Καθόλου δεν τα παραγνωρίζω όλα αυτά. Ούτε μπορώ να παραγνωρίσω το γεγονός ότι σήμερα η εκλογική μάχη πηγαίνει σε ένα απολύτως πολωτικό κλίμα του τύπου “εμείς ή αυτοί”, το οποίο έχει εμπνευστεί η κυβερνητική πλευρά και στο οποίο δεν μπορεί να αντιτάξει κάτι άλλο η αξιωματική αντιπολίτευση. Άρα, εμείς ή αυτοί, είναι ένα δίλημμα που, καλώς ή κακώς, θα κυριαρχήσει ενόψει της κάλπης που επέρχεται.
Ακόμα, όμως, κι αν κερδίσει τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία, πράγμα που φαίνεται όλο και πιθανότερο, ακόμα κι αν καταφέρει να σχηματίσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κυβέρνηση, τα δύσκολα είναι πίσω γι αυτήν: Πρέπει αν έχει όχι απλώς μαζί της την πλειοψηφία της κοινωνίας, αλλά πρέπει να έχει και την ανοχή αρκετών κοινωνικών στρωμάτων που δεν θα την ψηφίσουν για τους δικούς τους λόγους.
Αν αυτή η ανοχή κι αυτή η υποστήριξη δεν υπάρχουν, καμία μεταρρυθμιστική πολιτική δεν μπορεί να επιτύχει. Κι όσο η Νέα Δημοκρατία δεν φροντίζει γι αυτά τα κοινωνικά “μαξιλάρια” στην άσκηση της πολιτικής της, τόσο περισσότερο φαίνεται να στέλνει σήμα στην κοινωνία ότι περισσότερο την ενδιαφέρει η εξουσία, από την αναστροφή της παρακμιακής πορείας που ακολουθεί η Ελλάδα επί πολλά χρόνια.
Η ΝΔ έχει πληρώσει αυτή της την αδυναμία στο παρελθόν. Το 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πήρε στις εκλογές περίπου όσο πήρε και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981. Το ΠΑΣΟΚ κυβέρνηση 8 χρόνια με αυτό το ποσοστό. Η Νέα Δημοκρατία μόλις τριάμισι. Το 2004 η ΝΔ ανήλθε στην εξουσία έχοντας ρίξει τον κύριο πολιτικό της αντίπαλο στο κοινωνικό καναβάτσο. Μόλις πέντε χρόνια αργότερα καταβαραθρώθηκε στις εκλογές. Το 2012 κατέγραψε ιστορικά χαμηλά εκλογικά ποσοστά, λίγο πάνω από το 18%. Παρά το 29% του Ιουνίου, μόλις δυόμιση χρόνια μετά έχασε από ένα κόμμα που ως τότε έπαιρνε 3-4%, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αν η ιστορία δεν διδάσκει, αν κάποιος κάνει τα ίδια που έκανε παλαιότερα, τότε ασφαλώς δεν μπορεί παρά να περιμένει τα ίδια αποτελέσματα. Όσα σήματα κι αν αλλάξει…