To 2023, όπως όλα δείχνουν, θα αποτελέσει έτος αναφοράς για τον ελληνικό τουρισμό, καθώς τα στοιχεία συγκλίνουν για επιδόσεις-ρεκόρ όλων των εποχών, με περισσότερους από 34 εκατομμύρια επισκέπτες και έσοδα που θα υπερβούν τα 20 δισ. ευρώ. Οι απώλειες ορισμένων αγορών, όπως π.χ. της Ρωσίας, δεν έκαμψαν τελικά τις καλές επιδόσεις της ελληνικής τουριστικής αγοράς και οι προοπτικές μπορεί να είναι ακόμη καλύτερες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Fraport, όταν κατέθεσε την εξωπραγματική -για εκείνη την περίοδο- οικονομική προσφορά της για τα περιφερειακά αεροδρόμια, υπολόγισε πως οι τουριστικές ροές στη χώρας μας θα φθάσουν ετησίως τα 52 εκατ.
Ωστόσο, η Ελλάδα δεν έχει δυνατότητα να σηκώσει τόσο μεγάλο όγκο επισκεπτών. Ειδικά το καλοκαίρι υπάρχει κορεσμός προορισμών, ενώ αρκετές υποδομές -αν δεν καταρρέουν- οδηγούνται σε οριακό σημείο. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία να πραγματοποιηθούν, σε νησιωτικούς κι άλλους δημοφιλείς προορισμούς, τοπικά έργα τα οποία αυξάνουν τη δυναμικότητα στη διαχείριση αποβλήτων και λυμάτων, σε θέματα ύδρευσης, σε τοπικά οδικά δίκτυα κ.ά. Σε έργα, δηλαδή, τα οποία θα υποστηρίξουν τις επενδύσεις που γίνονται από τον ιδιωτικό τομέα για νέες ξενοδοχειακές μονάδες.
Προφανώς και πραγματοποιούνται τέτοια έργα, αλλά είναι αναγκαίο να γίνουν σε μεγαλύτερη έκταση, με μελετητική επάρκεια και τεχνοκρατική ορθότητα κι όχι συνδεδεμένα με διάφορα τοπικά μικροσυμφέροντα. Έργα που θα δημιουργούν ένα ισχυρό και αποτελεσματικό τοπικό πλαίσιο υποδομών το οποίο θα κάνει τη διαφορά λειτουργώντας συνδυαστικά με μεγαλύτερα έργα, όπως είναι π.χ. οι ιδιωτικοποιήσεις λιμανιών, η δεύτερη ομάδα των περιφερειακών αεροδρομίων, τα νέα οδικά δίκτυα κ.ά.
Είναι αναγκαίο να υποστηρίξουμε τη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών που θα επιτρέψουν τη μεγέθυνση του τουριστικού προϊόντος της χώρας. Επενδύσεις που προσθέτουν ποιότητα για τους επισκέπτες στη χώρα και ενισχύουν τις αντοχές του ελληνικού τουρισμού, σε ένα διεθνές περιβάλλον μεγάλων προκλήσεων και σε έναν ούτως ή άλλως εξαιρετικά ευμετάβλητο κλάδο. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι η καναδική DBRS δεν εμφανίζεται θετική για τις προοπτικές του 2024, λόγω της μείωσης των πραγματικών εισοδημάτων και των σωρευτικών επιπτώσεων της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής. Μάλιστα, οι αναλυτές της προβλέπουν πως θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τον νέο χρόνο μια σχετικά ταχεία μείωση της ζήτησης για υπηρεσίες, ιδίως για τα ταξίδια, καθώς αυξάνεται ο αριθμός νοικοκυριών και εταιριών που αναγκάζονται να περιορίσουν τις δαπάνες τους.