Η πανδημία έφερε ριζικές αλλαγές στην οικονομική πολιτική των χωρών του δυτικού κόσμου. Οι πολιτικές λιτότητας εγκαταλείφθηκαν, τυπώνεται χρήμα σε ΗΠΑ και Ευρώπη, δίνονται επιδοτήσεις για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αναστέλλονται πληρωμές, έχει ξεκινήσει συζήτηση για διαγραφή μέρους του ιδιωτικού χρέους. Ακόμη και το σκληρό ΔΝΤ εισηγείται αναπτυξιακές πολιτικές και κρατική στήριξη στις οικονομίες αλλάζοντας τα κριτήρια για να θεωρείται υγιής μια οικονομία.
Πολλοί θεωρούν ότι μόλις ξεπεραστεί η πανδημία θα επανέλθουμε σε πολιτικές λιτότητας για να μαζευτεί πίσω το χρήμα. Δεν είναι όμως αναγκαίο. Αν το βάρος της οικονομικής πολιτικής πέσει στην ανάπτυξη, οι οικονομίες μπορούν να απορροφήσουν εύκολα όλες τις στηρίξεις που δίνονται για την πανδημία και να ξεφύγουν από το έλλειμμα και το χρέος.
Οι αλλαγές της διεθνούς οικονομικής πολιτικής αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση της κρίσης που έφερε η πανδημία και στη διευκόλυνση επιχειρήσεων και νοικοκυριών προκειμένου να αποφευχθούν οι πτωχεύσεις, η ανεργία και η φτώχεια. Οι οικονομίες και οι κοινωνίες ζορίστηκαν, αλλά άντεξαν. Είναι εντυπωσιακό ότι η αποταμίευση στην Ελλάδα εν μέσω πανδημίας αυξήθηκε κατά περίπου 10 δισ. ευρώ και οι καταθέσεις ανέρχονται σε 126 δισ. από 117 δισ. που ήταν πριν από την πανδημία. Αυτό οφείλεται ασφαλώς και στον περιορισμό των εξόδων όλων των νοικοκυριών λόγω του εγκλεισμού. Το άνοιγμα της οικονομίας αναμένεται να φέρει εκτίναξη της κατανάλωσης και να προκαλέσει ταχεία αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης. Στην Ελλάδα η αύξηση της κατανάλωσης είναι βέβαιη, όπως και σε όλες τις άλλες χώρες· αυτό που δεν είναι βέβαιο είναι η αύξηση των επενδύσεων. Χωρίς αυτήν η βέβαιη αύξηση της κατανάλωσης θα οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών και του εμπορικού ελλείμματος, δηλαδή θα φεύγει το χρήμα από τη χώρα.
Οι επενδύσεις λοιπόν είναι το κλειδί για την ανάπτυξη της οικονομίας. Το πιθανότερο είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις θα πραγματοποιηθούν και ο βαθμός επιτυχίας τους θα εξαρτηθεί από τις δυνατότητες της κυβέρνησης να τις υλοποιήσει. Οσον αφορά στις ιδιωτικές επενδύσεις, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Για να υποστηριχθούν με δάνεια και επιδοτήσεις οι ιδιωτικές επενδύσεις, πρέπει να ενταχθούν στην πράσινη ανάπτυξη, δηλαδή σε επενδύσεις φιλικές προς το περιβάλλον, σε ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής (εκπαίδευση εργαζομένων κυρίως), σε ψηφιοποίηση επιχειρήσεων και υπηρεσιών και σε έρευνα και καινοτομία στην οποία οι ελληνικές επιχειρήσεις υστερούν σημαντικά. Πέραν αυτών, το υπόβαθρο για οποιαδήποτε επένδυση πρέπει πολύ γρήγορα να αλλάξει. Το κράτος ήταν πάντα ένας πολύ απαιτητικός και άπληστος συνέταιρος για τις επιχειρήσεις.
Ουσιαστικά, απορροφά τεράστιο μέρος του τζίρου των επιχειρήσεων, μέσω των ασφαλιστικών εισφορών και των φόρων που επιβαρύνουν τη λειτουργία της επιχείρησης προτού ακόμη φτάσει στο κέρδος και στους φόρους εισοδήματος. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών.
Θέλει επίσης να δώσει κίνητρα για επιταχυνόμενες αποσβέσεις επενδύσεων που αυξάνουν τη ρευστότητα και την κερδοφορία. Πρέπει να τα κάνει όλα αυτά άμεσα και ακόμη περισσότερα. Αυτό όμως θα δημιουργήσει πρόβλημα εσόδων στο κράτος και ο μόνος τρόπος να λυθεί αυτό το πρόβλημα είναι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Στο παρελθόν όταν ακούγαμε για μείωση της φοροδιαφυγής, γελάγαμε. Ποτέ καμία κυβέρνηση δεν πέτυχε το παραμικρό σε αυτόν τον τομέα. Τώρα η τεχνολογία το επιτρέπει. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει διαπιστώσει ότι για κάθε 1% που αυξάνεται η πληρωμή με ηλεκτρονικά μέσα συναλλαγών, έχουμε 1% αύξηση του ΦΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι με τις ηλεκτρονικές πληρωμές η φοροδιαφυγή εξαλείφεται. Η υποχρεωτική συναλλαγή, λοιπόν, με κάρτες ή ηλεκτρονικές πληρωμές παντού είναι η λύση για τη μείωση της φοροδιαφυγής που θα αντισταθμίσει τις μειώσεις φόρων και εισφορών.
Ο συνδυασμός μείωσης φοροδιαφυγής λόγω ηλεκτρονικών συναλλαγών, τα δάνεια και οι επιδοτήσεις για επενδύσεις και η μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών μπορεί να δημιουργήσει για πρώτη φορά ένα υγιές επενδυτικό περιβάλλον. Η κυβέρνηση αυτό επιθυμεί, το ζήτημα είναι να επιταχύνει τις αποφάσεις της και να κινηθεί με θάρρος. Το θάρρος -αρετή η οποία σπανίζει γενικώς- ενισχύεται από την αλλαγή των διεθνών αντιλήψεων περί υγιούς οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Ενωση υπό την πίεση των συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία χαλάρωσε τις απαιτήσεις της. Πριν από την πανδημία τα πλεονάσματα έπρεπε να είναι 3,50% του ΑΕΠ ετησίως.
Τώρα η απαίτηση μειώνεται σε 1,5%. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με το δημόσιο χρέος. Το χρέος έπρεπε να είναι χαμηλότερο από το 100% του ΑΕΠ και να τείνει στο 60%.
Αυτό πλέον άλλαξε μετά από εισήγηση του ΔΝΤ. Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους, ανεξαρτήτως του ύψους του.
Ολα αυτά σημαίνουν πως όταν τελειώσει η εποχή των στηρίξεων που ξεκίνησε με την πανδημία, δεν θα χρειαστεί να επιβληθεί ακραίο και άμεσο μάζεμα των κεφαλαίων που δίνονται τώρα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Μπορούμε με τον σωστό συνδυασμό κινήσεων να πετύχουμε γρήγορη ανάπτυξη που θα αποτρέψει μέτρα λιτότητας στο μέλλον. Κι εδώ το ΔΝΤ έχει κάνει μια επίσης πρωτοφανή αλλαγή στην πολιτική του. Η οδηγία του προς τις κυβερνήσεις είναι να μην εγκαταλείψουν τις πολιτικές στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών προτού αρχίσει η ανάπτυξη των οικονομιών.
Εγινε επιτέλους αντιληπτό (διότι θεωρητικά ήταν πάντα σαφές) ότι τα μέτρα λιτότητας σε περιόδους ύφεσης προκαλούν βαθύτερη ύφεση και οι πολιτικές αυτές εγκαταλείπονται (οι Γερμανοί και οι δορυφόροι τους βεβαίως δεν θέλουν να το αποδεχθούν, αλλά θα αναγκαστούν). Με λίγα λόγια, η ελληνική κυβέρνηση έχει τις δυνατότητες να διορθώσει τώρα στρεβλώσεις δεκαετιών και να προκαλέσει ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από δώδεκα χρόνια βαθιάς κρίσης.