Είναι πολύ δύσκολο για την αντιπολίτευση να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη στο ζήτημα της οικονομίας. Δεν είναι μόνο οι αριθμοί που έχουν βελτιωθεί, δηλαδή ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, είναι και οι πολλές οικονομικές ενισχύσεις που έχουν δοθεί σε ευρύτατες ομάδες πολιτών για να αντιμετωπίσουν την αύξηση του κόστους της ενέργειας.
Και ακόμη περισσότερο -παρότι δεν ακούγεται ως οικονομική μεταρρύθμιση- είναι η δουλειά που έχει κάνει ο Πιερρακάκης στον τομέα των ηλεκτρονικών συναλλαγών πολιτών και Δημοσίου. Μέσω αυτών των μεταρρυθμίσεων ο Πιερρακάκης έχει περιορίσει σημαντικά τη γραφειοκρατία διευκολύνοντας τους πολίτες οι οποίοι κερδίζουν ώρες και χρήμα και γλιτώνουν από παράλογη ταλαιπωρία και εκνευρισμό. Και αυτά είναι εξαιρετικά στενά συνδεδεμένα με τα οικονομικά.
Οι ενισχύσεις που έδωσε η κυβέρνηση, τόσο για την πανδημία όσο και για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού, περιόρισαν σημαντικά το άγχος των πολιτών για τα οικονομικά τους. Τους βοήθησαν να αντιμετωπίσουν δύο κρίσεις -της πανδημίας και την ενεργειακή- οι οποίες, αν δεν υπήρχε η κρατική ενίσχυση, θα είχαν φτωχοποιήσει και καταστρέψει οικονομικά πολίτες και επιχειρήσεις. Μπορεί να μην κρίνονται επαρκείς από ορισμένους οι ενισχύσεις, μπορεί να μην ικανοποιούν τους πάντες, μπορεί να είναι προσωρινές, αλλά υπήρξαν και υπάρχουν και στηρίζουν το εισόδημα τροφοδοτώντας έτσι τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Διότι οι ενισχύσεις στηρίζουν την κατανάλωση, δηλαδή τις πωλήσεις των επιχειρήσεων και εμμέσως τις θέσεις εργασίας.
Όπως και να το δει κανείς, η οικονομία επί αυτής της κυβέρνησης πηγαίνει αρκετά καλά, ξεπερνάει τις κρίσεις, αναπτύσσεται και το χρήμα μοιράζεται μέσω των ενισχύσεων και προς τα αδύναμα οικονομικά στρώματα τα οποία υπό άλλες συνθήκες θα είχαν καταρρεύσει.
Μακροπρόθεσμα, η πολιτική αυτή δημιουργεί προβλήματα. Αφενός η στήριξη των εισοδημάτων με επιδόματα είναι προσωρινή και δεν μπορεί να διατηρείται επί μακρόν, ούτε διασφαλίζει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης των πολιτών για το μέλλον, όπως θα δημιουργούσε μια γενναία αύξηση των μισθών. Αφετέρου το πολύ χρήμα που ξοδεύεται γι’ αυτή τη στήριξη είναι, με οικονομικούς όρους, «σπατάλη», διότι δεν φέρνει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, όπως θα έφερναν οι επενδύσεις σε υποδομές.
Παράλληλα, δυσχεραίνει την εξυπηρέτηση του χρέους. Όμως όλα αυτά είναι προβλήματα που αφορούν το μέλλον και όχι το παρόν. Σήμερα οι πολίτες χρειάζονται ενίσχυση εισοδήματος και την έχουν και αυτό είναι που αξιολογούν ως σημαντικό. Το μέλλον θα το αντιμετωπίσουν… στο μέλλον.
Ο Μητσοτάκης με την πολιτική στήριξης των εισοδημάτων «έκλεψε» την ατζέντα Τσίπρα και Ανδρουλάκη, δηλαδή ακολούθησε μια οικονομική πολιτική παροχών αφαιρώντας από την αντιπολίτευση κάθε επιχείρημα περί οικονομίας.
Η αντιπολίτευση δεν μπορεί να υποσχεθεί καλύτερες μέρες για τα οικονομικά των πολιτών από αυτές που υπόσχεται ο Μητσοτάκης. Δεν είναι καν στη λογική του ΣΥΡΙΖΑ κάτι τέτοιο. Η οικονομική λογική της Αριστεράς κάθε είδους εδράζεται στην αύξηση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών ώστε το κράτος να μαζεύει χρήμα και να δίνει επιδόματα. Μα, τα επιδόματα τα δίνει ο Μητσοτάκης μειώνοντας ταυτόχρονα τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές. Η οικονομική λογική του Μητσοτάκη εδράζεται στην αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης και τη μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών.
Και υπόσχεται ότι θα συνεχίσει σε αυτή την κατεύθυνση. Ακούγεται καλύτερο στα αυτιά – σχεδόν όλων. Έχοντας χάσει τη μάχη στο πεδίο αντιπαράθεσης περί της οικονομίας, η αντιπολίτευση περιορίζεται στη διαρκή επανάληψη του θέματος των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.
Όμως όλες οι μετρήσεις δείχνουν ότι το θέμα αυτό -κακώς ή καλώς- οι πολίτες δεν το αξιολογούν ως πολύ σημαντικό. Ενοχλητικό αναμφίβολα, αλλά όχι τόσο ενοχλητικό ώστε να αξιολογηθεί ως προτεραιότητα έναντι της οικονομίας στην απόφαση ψήφου. Πέραν της οικονομίας, το δεύτερο ζήτημα που απασχολεί τον κόσμο -και είναι απολύτως λογικό- είναι η αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας.
Σε αυτό τον τομέα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προδιαθέτει για ένα καλύτερο αποτέλεσμα απ’ ό,τι μια κυβέρνηση Τσίπρα. Χτίζει σημαντικές συμμαχίες, εξοπλίζει τον στρατό, απαντά με θάρρος στις διπλωματικές προκλήσεις, ενισχύει τον πατριωτισμό – συγκρατημένα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει άλλες σκέψεις γύρω από το ελληνοτουρκικό ζήτημα, και η Αριστερά συνολικά, ως διεθνιστική ιδεολογία, απεχθάνεται τον πατριωτισμό.
Ανεξαρτήτως του ποια θέση είναι πιο ρεαλιστική ή πιο εφικτή, στην ψυχολογία της ανασφάλειας που διακατέχει τους πολίτες σε σχέση με τα Ελληνοτουρκικά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προβάλλει ως πιο ασφαλής επιλογή. Από τη μία μεριά, λοιπόν, έχουμε μια κυβέρνηση που προσφέρει χρήμα και εξασφαλίζει οικονομική σταθερότητα και παράλληλα δημιουργεί αίσθηση ασφάλειας στους πολίτες και από την άλλη έχουμε μια αντιπολίτευση που την κατηγορεί για παρακολουθήσεις τηλεφώνων – νόμιμες μεν, άκομψες δε.
Χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια τι θα βγάλουν οι κάλπες όποτε και αν στηθούν, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι μάλλον οι πολίτες θα ψηφίσουν με γνώμονα την οικονομία και την ασφάλεια. Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης για τις παρακολουθήσεις, ο Μητσοτάκης έχει την ευκαιρία να κατηγορήσει τον Τσίπρα για όλα όσα τον κατηγορεί τώρα ο εκείνος.
Δηλαδή για παρακολουθήσεις τηλεφώνων και επιπλέον για μαύρο χρήμα που διακινούσαν κορυφαία στελέχη του. Διότι, μην ξεχνάμε, επί κυβέρνησης Τσίπρα η Αριστερά έχασε το «ηθικό πλεονέκτημα» που είχε επί δεκαετίες.