Οσο «τα δύο σπίτια της αντιπολίτευσης καίγονται», όπως είπε ο Παύλος Γερουλάνος, η κυβέρνηση πορεύεται μόνη της και διατηρεί τις εκλογικές δυνάμεις της στο ύψος των ευρωεκλογών του περασμένου Ιουνίου

Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από το τελευταίο κύμα των δημοσκοπήσεων, που ολοκληρώθηκε προχθές, μετά την παρουσίαση των βασικών κυβερνητικών προτεραιοτήτων από τον Κυριάκο Μητσοτάκη μέσα στον Σεπτέμβριο. Υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια σημαντική επίδοση για την κυβέρνηση, καθώς διανύει τον έκτο χρόνο της θητείας της και είναι λογικό να έχει την ανάλογη φθορά. Αν όμως ρίξουμε μια ματιά στα «ποιοτικά στοιχεία» των γκάλοπ, θα διαπιστώσουμε ότι σε ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης υπάρχει έντονη δυσφορία για μια σειρά από προβλήματα από τα οποία μπορούμε να ξεχωρίσουμε την ακρίβεια, την οικονομία γενικώς, την ασφάλεια, την υγεία, τη λειτουργία του δημόσιου τομέα και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η κοινωνία.

Οι αδυναμίες της κυβέρνησης εστιάζονται κυρίως στην αναποτελεσματικότητα και την έλλειψη στόχων για την επόμενη μέρα. Παρά τις προσπάθειες που γίνονται σε όλους τους τομείς, υπάρχει έντονη η εντύπωση ότι οι λύσεις καθυστερούν επί μακρόν και χωρίς σοβαρό λόγο. Προβλήματα τα οποία επισημάνθηκαν από την αρχή εξακολουθούν να βρίσκονται ορθάνοιχτα πάνω στο τραπέζι, ενώ άλλα που προέκυψαν στην πορεία δεν βρήκαν τη λύση τους. Η ακρίβεια είναι ένα σύνθετο ζήτημα που δεν αντιμετωπίστηκε ακόμη. Το ομολόγησε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός με τις απαράδεκτες αυξήσεις στο ρεύμα. Το δημόσιο σύστημα υγείας, όπως όλοι ξέρουν, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σύνθετα προβλήματα οργάνωσης και ορθής αξιοποίησης των πόρων. Η στήριξη στις οικογένειες, με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν τις προηγούμενες ημέρες, αποδεικνύεται ανεπαρκής. Το Δημογραφικό είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της χώρας και θα έπρεπε να έχει τεθεί συγκεκριμένος στόχος ώστε τα επόμενα χρόνια οι γεννήσεις να είναι περισσότερες από τους θανάτους. Τα ολοήμερα σχολεία να καλύπτουν όλες τις ανάγκες, τα λεωφορεία να αγοραστούν, στα τρένα να μην κινδυνεύουν οι πολίτες, να εξυπηρετούνται πιο γρήγορα και να αισθάνονται πιο ασφαλείς στον δρόμο ή στο σπίτι.

Ο χρόνος τρέχει και η κυβέρνηση, εκτός από επιτάχυνση στο έργο της, χρειάζεται να θέσει νέους στόχους που θα εμπνεύσουν την κοινωνία και να βαδίσει μαζί της στην ολοκλήρωση της δεύτερης θητείας και, γιατί όχι, στη διεκδίκηση μιας τρίτης. Πολύ συχνά δίνεται η εντύπωση ότι η κυβερνητική παράταξη έχει ξεμείνει από νέες ιδέες, έχει βαλτώσει πολιτικά και διαχειριστικά με φανερά τα σημάδια της μεταρρυθμιστικής κόπωσης. Ορισμένοι υπουργοί μοιάζουν να έχουν ολοκληρώσει το έργο τους, να μην αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, να έχουν ξεχάσει την ατζέντα τους και να περιορίζουν τη δραστηριότητά τους σε ανούσιες επικοινωνιακές παρεμβάσεις για την προσωπική τους προβολή. Με αυτό το τέμπο πώς θα φτάσουν στο 2027 και πώς θα πείσουν τους πολίτες ότι έχουν κι άλλα να προσφέρουν μέχρι το… 2031. Είναι γνωστή και σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη η απέχθεια του πρωθυπουργού στους ανασχηματισμούς. Ισως όμως να πλησιάζει ο καιρός για πραγματικές αλλαγές στην κυβέρνηση, αφού πρώτα διαμηνύσει στους υπουργούς ότι μόνο δύο στους δέκα θα… συνεχίσουν. Η οκνηρία, η στασιμότητα, η αναποτελεσματικότητα, η απουσία νέων υψηλών στόχων οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο τέλος.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι πρωτοβουλίες όπως αυτή των «11» για τα κόκκινα δάνεια, ανεξάρτητα από το αν έχουν δίκιο ή άδικο, πρέπει να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη κατανόηση και λιγότερες θεωρίες συνωμοσίας. Η ενεργοποίηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ. μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Η «άλλη άποψη» δεν είναι καταστροφική. Αντίθετα, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για την κοινωνία, λυτρωτική για το κόμμα, να «ξυπνήσει» ορισμένους υπουργούς και να οδηγήσει σε ένα νέο ξεκίνημα που το έχει απόλυτη ανάγκη η κυβέρνηση. Οι πληροφορίες λένε ότι ο πρωθυπουργός θα συναντηθεί σύντομα μαζί τους και είμαι βέβαιος ότι περισσότερο θα ενθαρρύνει ανάλογες πρωτοβουλίες και λιγότερο θα τις εμποδίσει. Η Νέα Δημοκρατία δεν κινδυνεύει από διασπάσεις (όπως η αντιπολίτευση), αλλά από τη νωχελικότητα, τη βραδύτητα και την επανάπαυση στις καρέκλες της εξουσίας.