Το 2024 ήταν μια χρονιά μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Το δημόσιο ταμείο γέμισε με χρήμα και τα διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου στον λογαριασμό που τηρεί στην Τράπεζα της Ελλάδος έφτασαν τα 47 δισ. ευρώ, ποσό πρωτοφανές. Τα πολύ μεγάλα έσοδα του Δημοσίου οφείλονται κυρίως στις αυξημένες εισπράξεις ΦΠΑ, καθώς το υψηλό ποσοστό 24% επιβάλλεται επί αυξημένων τιμών προ φόρων λόγω του πληθωρισμού και της αισχροκέρδειας των καρτέλ και των ολιγοπωλίων. Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό ταχύτερο από τις άλλες ευρωπαϊκές κι αυτό είναι φυσικό, καθώς βρίσκεται ακόμη πολύ συμπιεσμένη μετά τα χρόνια των μνημονίων. Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων δεν έχει φτάσει τα προ μνημονίων επίπεδα και, δυστυχώς, σε όλες τις κατατάξεις με βάση την αγοραστική δύναμη και το εισόδημα των πολιτών η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης των «27». Εχουμε, λοιπόν, το φαινόμενο μιας οικονομίας φαινομενικά ευημερούσας, αλλά με έναν πληθυσμό που ζορίζεται πολύ οικονομικά, ενώ πολλοί έχουν βρεθεί κάτω από τα όρια της φτώχειας. Η οικονομική ανάπτυξη δεν πέρασε επαρκώς στους φορολογούμενους και δυστυχώς ούτε στην παραγωγή, πράγμα που αποδεικνύεται από τη συνεχή υποκατάσταση των παραγομένων στην Ελλάδα προϊόντων από εισαγόμενα. Αυτό πυροδοτεί την έκρηξη του ελλείμματος του ισοζυγίου των συναλλαγών μας με το εξωτερικό και αποτελεί δυνητικά τον μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια. Το χρήμα φεύγει στο εξωτερικό και θα συνεχίσει να φεύγει αν δεν δούμε αύξηση της παραγωγής αλλά και της παραγωγικότητας.

Τέτοια θετική προοπτική δεν διαφαίνεται, καθώς δεν γίνονται παραγωγικές επενδύσεις. Οι ξένοι επενδυτές επενδύουν μόνο σε ακίνητα και ξενοδοχεία και δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας, ούτε αυξάνουν την παραγωγή. Το, δε, κέρδος τους εξάγεται αυτομάτως στο εξωτερικό.

Η οικονομική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση από την πρώτη εκλογή της και ακολουθεί και σήμερα είναι σχεδιασμένη με στόχο τη βελτίωση της εικόνας της ελληνικής οικονομίας στο εξωτερικό, πράγμα που πέτυχε και εισέπραξε τα εύσημα από τους ξένους οίκους και από την Κομισιόν. Δυστυχώς, όμως, όχι μόνο δεν στήριξε την ελληνική επιχείρηση και την ελληνική παραγωγή, αλλά αντίθετα έθεσε στο στόχαστρο τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, δηλαδή όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, από τον φόβο μήπως ενοχλήσει τους ξένους επενδυτές, επέτρεψε στις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, στις τράπεζες, αλλά και στα εγχώρια καρτέλ να κερδοσκοπούν ασύδοτα χρεώνοντας τους καταναλωτές με εξωφρενικά κόστη.

Τις τελευταίες εβδομάδες του έτους, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, αφενός, κατήργησε από το βήμα της Βουλής τις υπερβολικές και παράλογες προμήθειες των τραπεζών για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και αφετέρου εξήγγειλε μέτρα στήριξης των εισοδημάτων, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και φορολογικές ελαφρύνσεις με τη μορφή κινήτρων, ένα πακέτο μέτρων που διευκολύνει τους φορολογούμενους και συνεπώς πρέπει να κριθεί θετικά. Από την άλλη, αυτά τα μέτρα δεν αρκούν για να καλυφθεί η υστέρηση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων έστω και ελάχιστα, ούτε φυσικά βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον.

Δεν αποκλείεται βέβαια, εφόσον πλέον ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας έχει εν μέρει έστω επιτευχθεί και η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας έχει αναγνωριστεί από τους ξένους, η προσοχή του πρωθυπουργού να στραφεί στην εγχώρια αγορά.

Ο Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά τι πρέπει να γίνει για να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον. Γνωρίζει επίσης ότι μόνο αν το επιχειρηματικό περιβάλλον βελτιωθεί συνολικά για όλους -και πρωτίστως για τους Έλληνες επιχειρηματίες- θα υπάρξει κύμα παραγωγικών επενδύσεων που θα φέρουν και πολύ ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και θέσεις εργασίας και αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας, ώστε να μειωθούν οι εισαγωγές και να ενισχυθούν οι εξαγωγές.

Εξάλλου όλοι οι επιχειρηματικοί σύνδεσμοι τα επισημαίνουν αυτά στις εισηγήσεις τους προς την κυβέρνηση.

Μέχρι στιγμής, πάντως, η τελευταία δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά, μοιάζει να αγνοεί το πρόβλημα και θριαμβολογεί για τη δημοσιονομική της επιτυχία.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι αν δεν γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και στη Δικαιοσύνη, παράλληλα με μέτρα που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και διασφαλίζουν τον ανταγωνισμό, η οικονομία θα σέρνεται και θα κινδυνεύει.

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η προσήλωση της κυβέρνησης στον στόχο ικανοποίησης των ξένων επενδυτών δεν θα ήταν εφικτή αν είχε αντιπολίτευση. Και μέχρι πρότινος δεν είχε, αλλά τώρα φαίνεται ότι το ΠΑΣΟΚ έχει αρχίσει να πείθει πολύ περισσότερους ψηφοφόρους ότι μπορεί να αναλάβει σύντομα κυβερνητικό ρόλο. Κι αυτό σε συνδυασμό με τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και την κυβερνητική κόπωση μπορεί να αναγκάσουν την κυβέρνηση να αλλάξει οικονομική πολιτική και να αρχίσει να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της οικονομίας, των επιχειρηματιών και των εργαζομένων.

Το 2025 είναι μια χρονιά όπου όλα είναι ακόμη ρευστά στη διεθνή σκηνή, οι γεωπολιτικές προκλήσεις αυξάνονται και κορυφώνονται, δεν ξέρουμε ακόμη τι θα κάνει ο Τραμπ στις ΗΠΑ, ξέρουμε όμως ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί πάρα πολύ χρήμα αφενός για άμυνα και αφετέρου για ενέργεια και ότι τα πράγματα μπορεί να γίνουν πολύ δυσκολότερα προτού αρχίσουν να βελτιώνονται.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η άρση όλων των εμποδίων που προέρχονται από την ελληνική δημόσια διοίκηση είναι επείγουσα. Η κυβέρνηση προς το παρόν έχει την πολιτική ισχύ για να προχωρήσει σε ριζικές μεταρρυθμίσεις. Ευχής έργον θα ήταν να πάρει και την απόφαση να τις κάνει.