Το επιχειρηματικό κλίμα χειροτερεύει, σύμφωνα με τις έρευνες του ΙΟΒΕ, και οι επιχειρηματίες περιμένουν μειώσεις στο μη μισθολογικό κόστος, σύμφωνα με την έρευνα του ΕΒΕΑ. Και οι δύο έρευνες δημοσιεύτηκαν αυτή την εβδομάδα και δείχνουν ότι, αντίθετα με όσα πιστεύει η κυβέρνηση για την επίδοσή της, τα πράγματα στην πραγματική οικονομία δεν πηγαίνουν καλά.
Ξεκινώντας από την έρευνα του ΙΟΒΕ, διαπιστώνεται πως το 61% των νοικοκυριών «μόλις που τα βγάζει πέρα». Αιτία φυσικά είναι η ακρίβεια σε συνδυασμό με τα χαμηλά εισοδήματα και το πολύ υψηλό φορολογικό κόστος (κυρίως ΦΠΑ). Η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να ελέγξει την αισχροκέρδεια των καρτέλ που προκαλεί υπέρογκες αυξήσεις στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Πάνω σε αυτές τις υψηλότερες τιμές επιβάλλει έναν εξαιρετικά υψηλό ΦΠΑ 24%, με αποτέλεσμα να περιορίζει την αγοραστική δύναμη του καταναλωτή κατά το 1/4.
Με λίγα λόγια, ένας μισθός που θα έφτανε για να καλύψει έναν μήνα την κατανάλωση ενός νοικοκυριού τελειώνει στις 3 εβδομάδες. Το ποσό που αντιστοιχεί στην τέταρτη εβδομάδα το τρώει ο ΦΠΑ. Φυσικά, η κυβέρνηση ούτε που διανοείται να μειώσει τον άδικο έμμεσο φόρο για να μη χάσει δημόσια έσοδα. Και βρίσκει φτηνές δικαιολογίες ότι, π.χ., αν μειώσει τον ΦΠΑ δεν θα υπάρχει όφελος για τον καταναλωτή επειδή τα σούπερ μάρκετ θα αυξήσουν τις τιμές προς όφελός τους και θα εξανεμίσουν τη μείωση του ΦΠΑ. Μα πλάκα μας κάνετε; Ας ελέγξει τις τιμές το Δημόσιο. Και τι θα πει δεν έχει ελεγκτές; Πόσες είναι οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ που δεν μπορεί να τις ελέγξει; Αυτά είναι δικαιολογίες.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με τη φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών εταιρειών ή, όπως ορθώς την ονόμασε ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Motor Oil Πέτρος Τζαννετάκης, «υπερφορολόγηση των κερδών». Οι εταιρείες ενέργειας εμφανίζουν αυξημένα κέρδη διότι αυξήθηκαν το κόστος και οι τιμές της ενέργειας. Πάνω σε αυτές τις τιμές, το Δημόσιο εισπράττει μεγάλους φόρους, ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα, συν ΦΠΑ 24% σε όλα. Οσο αυξήθηκαν λοιπόν τα κέρδη των εταιρειών, αυξήθηκαν και τα έσοδα του Δημοσίου. Η κυβέρνηση δηλώνει πως θέλει να ανακουφίσει τους καταναλωτές που πληρώνουν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για ενέργεια. Θα μπορούσε να το κάνει περιορίζοντας τη φορολογική επιβάρυνση που μπαίνει πάνω στις τιμές. Δεν κάνει όμως αυτό. Αυξάνει τον φόρο των κερδών των επιχειρήσεων διατηρώντας ολόκληρο το κόστος για τον καταναλωτή. «Ρίχνει» δηλαδή στη μοιρασιά των κερδών τις επιχειρήσεις και παίρνει μεγαλύτερο μερίδιο το κράτος.
Ομως ο καταναλωτής δεν έχει όφελος. Το Δημόσιο υποτίθεται ότι θα μοιράσει κάποια από τα κέρδη που απέσπασε σε ευαίσθητες ομάδες ως ελεημοσύνη. Δηλαδή, αντί να μειώσει το κόστος για τους καταναλωτές, τους άφησε να πληρώσουν, τους πήρε περισσότερα χρήματα με φόρους και μετά υπερφορολογεί τις επιχειρήσεις και δίνει πίσω μερικά από τα λεφτά τους σε κάποιους καταναλωτές, εμφανιζόμενο έτσι ότι κάνει κοινωνική πολιτική.
Κοροϊδεύει τους πάντες – και τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Ασε δε που οι ενεργειακές είναι μεγάλες επιχειρήσεις, με ξένους μετόχους, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ξένων επενδυτών. Και οι ξαφνικές φοροεπιδρομές, οι αλλαγές των κανόνων, η αρπαγή των κερδών από το κράτος μόνο κακό κάνουν στην προσπάθεια προσέλκυσης ξένων επενδύσεων που επιδιώκει η κυβέρνηση και που χρειάζεται η χώρα. Περνώντας στην έρευνα του ΕΒΕΑ, το 73,6% των επιχειρήσεων περιμένει από το κράτος μείωση των εργοδοτικών εισφορών, το 71,9% μείωση των φόρων των επιχειρήσεων και το 56,7% μείωση της φορολογίας μισθωτών.
Σημειώνεται ότι το εργοδοτικό κόστος κυμαίνεται στο 30% του τζίρου των επιχειρήσεων.
Το κόστος αυτό είναι ο Νο 1 ανασταλτικός παράγοντας για την αύξηση των μισθών. Ακόμη κι αν μια επιχείρηση θέλει να αυξήσει τον μισθό που δίνει στον εργαζόμενο, δυσκολεύεται να το κάνει διότι η αύξηση αυτή κοστίζει άλλο τόσο στην επιχείρηση επειδή επιβαρύνεται με φόρο και εισφορές. Και κοστίζει και στον εργαζόμενο που την παίρνει διότι φορολογείται με υψηλότερο συντελεστή αν αλλάξει κλίμακα. Τελικά η αύξηση δεν δίνεται, αλλά ακόμη και να δινόταν, ο εργαζόμενος θα έπαιρνε ψίχουλα και η εταιρεία θα πλήρωνε πολλά όχι στον εργαζόμενο όπως θα ήθελε, αλλά στο Δημόσιο.
Λέει η κυβέρνηση πως θέλει να μειώσει το μη μισθολογικό κόστος, αλλά δυσκολεύεται. Της προτείνουμε λοιπόν να μην το μειώσει, για να μη μειωθούν τα έσοδα της Εφορίας και των ασφαλιστικών ταμείων. Να διατηρήσει όλα όσα παίρνει σήμερα, αλλά τουλάχιστον, αφού αντιλαμβάνεται την ανάγκη αύξησης των μισθών, ας επιτρέψει να αυξηθούν οι μισθοί χωρίς επιπλέον επιβάρυνση από φόρους και εισφορές στο επιπλέον ποσό. Και ας το κάνει με έναν περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, μέχρι το τέλος της θητείας της ας πούμε, τρία χρόνια. Ετσι θα πετύχαινε αυξήσεις μισθών που θα έμπαιναν πραγματικά στην τσέπη του εργαζόμενου χωρίς να μειώσει τα έσοδα του κράτους. Την πρόταση αυτή έχει κάνει στην κυβέρνηση η ΕΕΝΕ και, όπως φαίνεται, συμφωνεί το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου. Οι δύο αυτές έρευνες, αλλά και οι αναλύσεις διαφόρων ελληνικών και ξένων ερευνητικών οίκων, δείχνουν στην κυβέρνηση τον δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσει. Εις μάτην όμως.
Με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να εξασθενεί και την αβεβαιότητα για το οικονομικό μέλλον των νοικοκυριών να μεγαλώνει, με τους βασικούς κλάδους της οικονομίας, βιομηχανία, κατασκευές, εμπόριο, υπηρεσίες να δηλώνουν τον Ιούλιο ότι οι προοπτικές χειροτερεύουν, με δεδομένη την αδυναμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα καρτέλ που χειραγωγούν την οικονομία και οδηγούν όλες τις τιμές στα ύψη σπρώχνοντας στη φτώχεια τεράστιες κοινωνικές ομάδες, μπορούμε να θεωρούμε βέβαιο ότι ο χειμώνας που έρχεται θα είναι εξαιρετικά δύσκολος για όλους. Δυστυχώς, οι προσδοκίες που υπάρχουν για μεταρρυθμίσεις, στην οικονομία τουλάχιστον, ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική η ελληνική επιχείρηση, να αυξηθεί το βιοτικό επίπεδο και να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον μάλλον θα διαψευστούν για μία ακόμη φορά.