Οι μαζικές διαδηλώσεις των Βέλγων και Γάλλων αγροτών που συγκεντρώθηκαν έξω από τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με χιλιάδες τρακτέρ, οι αντιδράσεις των αγροτών στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και την Ελλάδα αποτελούν μία ακόμη ένδειξη για το ευρωπαϊκό πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από το χάσμα που χωρίζει την ηγεσία της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας από τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών.
Η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία επεξεργάζεται και προωθεί πολιτικές που επηρεάζουν τις ζωές των Ευρωπαίων σε όλες τις χώρες χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις δραματικές, πολλές φορές, επιπτώσεις που έχουν αυτές οι πολιτικές στους Ευρωπαίους πολίτες. Και μπορεί οι εκλεγμένες πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης, όπως π.χ. ο Μητσοτάκης και ο Μακρόν, να μεταφέρουν τους προβληματισμούς και τις αγωνίες των πολιτών τους στο κέντρο των αποφάσεων, αλλά οι πανίσχυροι γραφειοκράτες, όπως η Φον ντερ Λάιεν και τα λόμπι που διευθύνουν τις Βρυξέλλες, δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν και προωθούν τις δικές τους ατζέντες.
Σήμερα αντιδρούν οι Ευρωπαίοι αγρότες σε αποφάσεις που αυξάνουν δραματικά το κόστος της αγροτικής παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ενωση προκειμένου να επιτευχθούν οι περιβαλλοντικοί στόχοι που έχουν θέσει οι ευρωπαϊκές ηγεσίες. Οι αγρότες επισημαίνουν ότι οι κανόνες που επιβάλλει η ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) καταρρακώνουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων και διευκολύνουν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες που έχουν πολύ χαμηλότερο κόστος παραγωγής επειδή δεν είναι αναγκασμένες να τηρούν τους περιβαλλοντικούς κανόνες. Διαμαρτύρονται επίσης διότι ενώ η Ε.Ε. προκαλεί αύξηση του κόστους της αγροτικής παραγωγής, ταυτόχρονα συνάπτει εμπορικές συμφωνίες με χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής, όπως αυτές που απαρτίζουν τη MERCOSUR (Βραζιλία, Αργεντινή, Παραγουάη, Ουρουγουάη και Βενεζουέλα).
Το πλήθος και η μαχητικότητα των αγροτών βοηθάει στη δημοσιοποίηση του προβλήματος, σε αντίθεση με την παθητικότητα ή τις «πολιτισμένες» αντιδράσεις άλλων κλάδων, που θίγονται εξίσου από τις ευρωπαϊκές πολιτικές.
Ο βιομήχανος Ευάγγελος Μυτιληναίος, ως πρόεδρος των ευρωπαϊκών μεταλλευτικών επιχειρήσεων, έχει επανειλημμένως τονίσει στα ευρωπαϊκά όργανα ότι οι πολύ φιλόδοξοι στόχοι και ο χαρακτήρας του επείγοντος που έχουν οι περιβαλλοντικές πολιτικές της Ε.Ε. δημιουργούν τεράστια προβλήματα στις ευρωπαϊκές βαριές βιομηχανίες λόγω της αλματώδους αύξησης του κόστους τους. Εχει επίσης εξηγήσει ότι το κόστος της πράσινης μετάβασης θα το πληρώσουν οι Ευρωπαίοι καταναλωτές και φορολογούμενοι, οι οποίοι ποτέ δεν ρωτήθηκαν αν είναι σε θέση να το πληρώσουν. Και έχει υποστηρίξει τεκμηριωμένα την άποψη ότι αν μόνο η Ε.Ε. επιβάλλει τέτοιους περιβαλλοντικούς κανόνες, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος συνεχίζει να καίει λιγνίτες και πετρέλαιο μολύνοντας το περιβάλλον, δεν θα υπάρξει προστασία του περιβάλλοντος και το μόνο που θα επιτευχθεί θα είναι η διάλυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και η υποκατάσταση της ευρωπαϊκής παραγωγής από εισαγωγές. Πολλαπλή, λοιπόν, η ζημιά και ελάχιστο το όφελος.
Στην Ελλάδα, η εφαρμογή παλαιότερων πολιτικών στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε. οδήγησε στην καταστροφή των παραδοσιακών ελληνικών καλλιεργειών υποβαθμίζοντας τον ελληνικό αγροτικό τομέα, αλλά και στην εκρίζωση της ελληνικής αλιείας προκειμένου να ενισχυθούν οι μεγάλοι αλιευτικοί στόλοι. Και αυτό είχε πολλαπλές αρνητικές συνέπειες, όπως ότι σήμερα εισάγουμε κάθε είδους αγροτικά προϊόντα που παλαιότερα παράγαμε εδώ και εξάγαμε, ή ότι καταστρέψαμε τα παραδοσιακά καΐκια και μαζί με αυτά την παραδοσιακή ξυλοναυπηγική βιομηχανία μας.
Τέτοιου είδους πολιτικές οδήγησαν τη Βρετανία στο Brexit, το οποίο κοστίζει μεν ακριβά στη Βρετανία, αλλά αποδυνάμωσε σημαντικά και την Ε.Ε., ιδίως στα ζητήματα άμυνας.
Επειδή οι πολιτικές της Ε.Ε. αφορούν κάθε φορά συγκεκριμένους κλάδους, οι αντιδράσεις είναι περιορισμένης έκτασης και εφαρμόζονται τελικά πολιτικές που ενώ έχουν καταστρέψει κλάδους παραγωγής, δεν έχουν προσφέρει συγκριτικά πλεονεκτήματα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αντίθετα, όλοι τώρα διαπιστώνουν ότι η Ε.Ε. έχει υποχωρήσει πολύ σε οικονομική και πολιτική ισχύ, αλλά και σε παγκόσμια επιρροή, έναντι δυναμικότερων ομάδων χωρών, όπως οι χώρες που ανήκουν στις BRICS. Οι χώρες της τελευταίας ομάδας (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) -στις οποίες προστέθηκαν η Νότιος Αφρική, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αιθιοπία και η Αίγυπτος- δέχονται αιτήματα συμμετοχής από 34 ακόμη χώρες που θέλουν να γίνουν μέλη αυτού του συνασπισμού. Υπό τη σημερινή προεδρία της Ρωσίας, πολλές -αν όχι όλες- από αυτές θα γίνουν δεκτές και είναι σαφές ότι τα συμφέροντά τους αλλά και η γεωπολιτική τους τοποθέτηση είναι διαφορετική από αυτήν της Ε.Ε.
Η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία όμως δεν ασχολείται με αυτά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το θέμα συζήτησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η συνεδρίαση του οποίου γίνεται υπό τον κλοιό των αγροτικών μηχανημάτων, δεν αφορά στα αγροτικά ζητήματα, αλλά στη χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία και την απομόνωση του Ορμπαν. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ένδειξη για την απόσταση που υπάρχει μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών και πολιτών και της ευρωπαϊκής ηγεσίας.
Οσον αφορά γενικότερα στις οικονομικές πολιτικές της Ε.Ε., ακόμη και κορυφαία στελέχη των ευρωπαϊκών οργάνων, όπως ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, επισημαίνουν ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν προχωράει καθόλου ικανοποιητικά και ότι άμεσα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις που να καλύπτουν όλους τους Ευρωπαίους πολίτες, όπως η έκδοση ευρωομολόγων για το δημόσιο χρέος, η ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος για την εγγύηση των ευρωπαϊκών καταθέσεων, η ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών, ο ευρωπαϊκός στρατός, η ενιαία μεταναστευτική πολιτική κ.λπ.
Η απάντηση της ευρωπαϊκής ηγεσίας στις αντιδράσεις, όποτε αυτές μεγεθύνονται, είναι η χορήγηση επιδοτήσεων στους διαμαρτυρόμενους ώστε να υποχωρήσει προσωρινά η πίεση, αλλά η ουσία του προβλήματος παραμένει και τα αρνητικά αποτελέσματα των πολιτικών της Ε.Ε. παγιώνονται μακροπρόθεσμα. Και όλα αυτά οδηγούν τελικά σε αύξηση του λαϊκισμού και άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, με τη συνακόλουθη εξασθένηση των δημοκρατικών θεσμών στην Ευρώπη.