O πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται ότι θα έχει χρονική διάρκεια αρκετών μηνών, ενώ ταυτόχρονα κλιμακώνεται και βαθαίνει η σύγκρουση της Δύσης με τη Ρωσία.
Η Ευρώπη είναι εξαρτημένη από τις ενεργειακές πηγές της Ρωσίας και κατά τους ειδικούς δεν υπάρχει πρακτικά δυνατότητα να αλλάξει αυτή η εξάρτηση πριν περάσει τουλάχιστον μια διετία.
Ο πόλεμος μετέβαλε βίαια τις ισορροπίες στην αγορά ενέργειας χωρίς η Ευρώπη να είναι προετοιμασμένη να διαχειριστεί μια κρίση αυτής της έντασης.
Η διεθνής αγορά φυσικού αερίου είναι κορεσμένη και ασφαλώς δεν είναι έτοιμη για την αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου σε περίπτωση που σταματήσει η παροχή του προς τις χώρες της ΕΕ.
Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ ανακοινώνονται συνεχώς νέα “κύματα” κυρώσεων από τη Δύση, δύο ρωσικές τράπεζες παραμένουν στο απυρόβλητο καθώς έχουν εξαιρεθεί προκειμένου να διεκπεραιώνονται οι συναλλαγές που αφορούν ενεργειακές προμήθειες της ΕΕ.
Η ζήτηση για ενέργεια αυξάνεται χωρίς να ανταποκρίνεται αναλόγως η προσφορά και αυτή η ανισορροπία (εκτός φυσικά από την άνοδο των τιμών) φέρνει στο τραπέζι και διάφορα ανησυχητικά σενάρια.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται το σχέδιο έκτακτης ανάγκης της Κομισιόν που αποκάλυψε η ισπανική «El Pais» για την περίπτωση ενός μπλακάουτ στην εισροή ρωσικών υδρογονανθράκων στην ευρωπαϊκή αγορά.
Πληροφορηθήκαμε λοιπόν πως συζητούνται μέτρα όπως τηλεργασία έως τρεις φορές την εβδομάδα, Κυριακές χωρίς αυτοκίνητα στις πόλεις, μείωση ορίων ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους, περιορισμός των αεροπορικών ταξιδιών και άλλα ανάλογα που η Δύση έχει να ζήσει από την ενεργειακή κρίση του 1973.
Παρακολουθώντας αυτές τις συζητήσεις μεγάλοι ξένοι fund managers αρχίζουν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο οι κεντρικές τράπεζες (καθώς τα επιτόκια αναμένεται να αυξηθούν με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού) να επιλέξουν να βυθίσουν τις οικονομίες σε ύφεση ώστε να περιοριστεί η ζήτηση σε καύσιμα και με αυτόν τον τρόπο να αποκατασταθεί κάπως η διαταραγμένη ισορροπία.
Αν και οι συνθήκες είναι διαφορετικές, υπάρχει κίνδυνος επανάληψης των όσων συνέβησαν τη δεκαετία του 1970. Και τα βασικά συμπεράσματα από τις κρίσεις του ’73 και του ’79 είναι ότι δεν ξαναείδαμε τις τιμές του μαύρου χρυσού στα επίπεδα που ήταν προ κρίσης, ο εκτροχιασμός των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών στα περισσότερα κράτη και το γεγονός ότι (ως συνήθως) οι αδύναμοι οικονομικά ήταν και οι πιο ευάλωτοι στις επιπτώσεις της κρίσης.