Τελικά δεν ξέρω αν εκτός από το θόρυβο της προχθεσινής συζήτησης για την ανεύρεση του πολιτικού αντιπάλου που θα καταφέρει να νικήσει τον Μητσοτάκη, προέκυψε κάτι ουσιαστικό για τη λεγόμενη κεντροαριστερά που πελαγοδρομεί με χαμηλές δημοσκοπικές επιδόσεις απήχησης στο εκλογικό σώμα.
Διαβάζοντας όμως τις τοποθετήσεις των ομιλητών από τα τρία κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ,ΠΑΣΟΚ, ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ) διαπίστωσα πως υπάρχει σοβαρό έλλειμμα αυτοκριτικής και «ανάγνωσης» γιατί οι απόψεις τους, δεν έχουν πλέον πέρασμα στην κοινωνία. Με μια κουβέντα γιατί δεν αρέσουν στην κοινωνία σε αντίθεση με τον Μητσοτάκη που κρατά τις δυνάμεις του. Είναι άραγε μόνο θέμα προσώπου; Ενός δηλαδή χαρισματικού ηγέτη που θα συνεγείρει τα πλήθη ή αυτά που πρεσβεύουν τα αριστερά κόμματα με τον διαρκώς καταγγελτικό τους λόγο που είναι ίδιος και απαράλλαχτος εδώ και δεκαετίες, απέναντι στην άσκηση πολιτικής επί του πεδίου, στην οποία κρίνεται η κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί, κρίνεται καθημερινά για τις πολιτικές που ασκεί σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Από το πώς χειρίζεται τα προβλήματα των αγροτών, των ευάλωτων νοικοκυριών, των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των διαφόρων κοινωνικών ομάδων μέχρι τις θεσμικές παρεμβάσεις εναρμόνισης με την υπόλοιπη Ευρώπη στα δικαιώματα των πολιτών, στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, στην ψηφιακή μετάβαση που διευκολύνει τον πολίτη στην καθημερινότητα του, στο άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας μέσω επενδύσεων κλπ. Και σαφώς υπάρχουν αστοχίες και ελλείμματα σε αρκετούς τομείς (υγεία, παιδεία, ασφάλεια, κ.λπ.) και ο βαθμός που παίρνει είναι κάτω από τη βάση.
Όμως το κυρίαρχο, κι αυτό διαφεύγει της αριστεράς, είναι η συντελούμενη αναδιανομή της οικονομικής ανάπτυξης, από τη βάση προς τα πάνω. Όλο το δημοσιονομικό περίσσευμα περνάει στην κοινωνία με διάφορους τρόπους. Από τη στήριξη των νοικοκυριών έναντι της ακρίβειας, από τις φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις μέχρι τις αυξήσεις μισθών. Κατάφερε δηλαδή η κυβέρνηση στη μετά μνημόνια εποχή να κάνει αναδιανομή του πλούτου χωρίς διακρίσεις, καταργώντας τα μνημονιακά βάρη σε ευρεία στρώματα της κοινωνίας που όσο και να μη θέλουν να το παραδεχτούν, πήραν βαθιές ανάσες.
Σαφώς και δεν μετέτρεψε τη χώρα σε γη της επαγγελίας αφού η απόσταση από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι ακόμα μεγάλη αλλά αυτό που του αναγνωρίζεται είναι πως κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και όλοι, άλλος λίγο άλλος περισσότερο, έχουν να προσδοκούν μέρισμα από την ανάπτυξη της οικονομίας και όχι μόνο οι ισχυροί του χρήματος όπως διαχρονικά καταγγέλει η αριστερά.
Το ζητούμενο κατά τη γνώμη μου δεν είναι η εξεύρεση ενός αντι-Μητσοτάκη, ούτε τα «μέτωπα δημοκρατίας» που θα σηκώσουν τον πολίτη από τον καναπέ. Το ζητούμενο από την κετροαριστερή αντιπολίτευση είναι ο εκσυγχρονισμός και η μελέτη των νέων συνθηκών και απαιτήσεων που έχουν δημιουργηθεί στην κοινωνία. Η ξινίλα, η ανακύκλωση της μιζέριας, τα τετριμμένα συνθήματα του τύπου «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά», τιμή ρεύματος κάτω από το κόστος παραγωγής και διαρκής άρνηση σε ό,τι και να κάνει η κυβέρνηση, απλά και μόνο γιατί ο λαός δια της ψήφου του τους έβαλε στα έδρανα της αντιπολίτευσης, όχι μόνο δεν είναι γόνιμο αλλά οδηγεί τους πολίτες να αποστρέψουν το βλέμμα όχι μόνο από τα κόμματα τους αλλά και γενικότερα από την πολιτική.
Νέες ιδέες, ρεαλιστικές και υλοποιήσιμες για το σύνολο της κοινωνίας και της δημόσιας ζωής με όρους όμως του αύριο, είναι το αντίδοτο στον Μητσοτάκη και όχι πλειοδοσία ανερμάτιστων υποσχέσεων σε όποιον σηκώνει ένα πανό. Γιατί μπορεί οι υποσχέσεις να είναι ανέξοδες αν δεν κληθείς να τις υλοποιήσεις αλλά οι εποχές που οι πολίτες ήταν ευκολόπιστοι, έχουν παρέλθει και έχουν αυξηθεί οι ρεαλιστές και πραγματιστές. Και αποτελούν μια μεγάλη δεξαμενή ψήφων για ρεαλιστές πολιτικούς και όχι για ουτοπικούς, λαϊκιστές και αιθεροβάμονες!