Oσο λαβωμένη και αν θεωρήσουμε ότι είναι η κυβέρνηση μετά τη μομφή του ΠΑΣΟΚ, που τελικά είχε ως θύματα δύο από τους στενότερους συνεργάτες του πρωθυπουργού, τους Σταύρο Παπασταύρου και Γιάννη Μπρατάκο, επί της ουσίας παραμένει στο πολιτικό γήπεδο χωρίς αντίπαλο. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης που διεκδικούν (θεωρητικώς) την εξουσία, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, απέχουν πάρα πολύ από το να θεωρηθούν σοβαροί διεκδικητές, ο μεταξύ τους ανταγωνισμός έχει μάλλον μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους ίδιους –παλεύουν ποιος θα πάρει τη δεύτερη θέση– και ξαφνικά ανεβαίνει σε δημοτικότητα ένα εξαιρετικά λαϊκιστικό – ψεκασμένο – κόμμα, αυτό του κ. Βελόπουλου, ο οποίος, όπως φαίνεται, θα πλησιάσει απειλητικά τους Νίκο Ανδρουλάκη και Στέφανο Κασσελάκη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ανησυχεί για την πρωτιά στις ευρωεκλογές, αλλά μάλλον πρέπει να ανησυχεί για το ποσοστό που θα πάρει και το οποίο δεν αποκλείεται να είναι αισθητά χαμηλότερο από αυτό που περιμένει.
Διότι μπορεί μεν να παίζει προς το παρόν χωρίς αντίπαλο ο κ. Μητσοτάκης, αλλά υπάρχει έντονη δυσαρέσκεια από μεγάλες ομάδες των ψηφοφόρων, η οποία μάλλον θα εκφραστεί στις ευρωκάλπες του Ιουνίου.
Η δυσαρέσκεια αυτή δεν οφείλεται τόσο στις επιθέσεις που δέχθηκε για τους πολύ κακούς χειρισμούς στην τραγική υπόθεση των Τεμπών, ούτε στην υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Αυτά μετράνε μάλλον λίγο στις αποφάσεις των ψηφοφόρων. Αυτά που καθορίζουν τις αποφάσεις τους είναι η ακρίβεια, την οποία η κυβέρνηση δεν φρόντισε να τιθασεύσει, και η ανασφάλεια στους δρόμους από την πρωτοφανή εγκληματικότητα.
Τα δυο αυτά, ακρίβεια και εγκληματικότητα, είναι τα δυο μεγαλύτερα προβλήματα των πολιτών και του ιδίου του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ευτυχώς για τον πρωθυπουργό, η αντιπολίτευση -ένας Θεός ξέρει γιατί- δεν ασχολείται με αυτά.
Ενώ λοιπόν ο κ. Μητσοτάκης δεν απειλείται από τους πολιτικούς του αντιπάλους, απειλείται από μια φθορά διαρκείας που σχετίζεται με αυτές τις δύο πηγές δυσαρέσκειας των πολιτών. Και η μόνη επιλογή που έχει να κάνει είναι να επικεντρωθεί ο ίδιος προσωπικά και να επιλέξει τα στελέχη που θα υλοποιήσουν τις αποφάσεις του για να λύσει αυτά τα δύο προβλήματα. Διότι όσους επαίνους και αν λάβει από τους ξένους οίκους και τους ξένους επενδυτές, αν δεν έχει την αποδοχή και την επιδοκιμασία των Ελλήνων ψηφοφόρων, θα είναι καταδικασμένος σε μια διαρκή φθορά. Η φθορά αυτή δεν θα του επιτρέψει από εδώ και πέρα να προχωρήσει σε καμία μεταρρύθμιση, δεν θα εκπληρώσει καμία προσδοκία, δεν θα επιλύσει κανένα πρόβλημα. Και, δυστυχώς, υπάρχουν πολλά προβλήματα που πρέπει να λύσει.
Γιατί, όμως, η κυβέρνηση δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει την ακρίβεια και την κερδοσκοπία, αφού ασφαλώς γνωρίζει ότι είναι η βασική αιτία της πολιτικής της φθοράς;
Μια εξήγηση μπορεί να βρίσκεται μέσα στις απαντήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι υπουργοί όταν ερωτώνται από τους δημοσιογράφους. Λένε, με λίγα λόγια, ότι δεν έχουν δικαίωμα και αρμοδιότητα παρέμβασης στις τιμές, δεν έχουν δικαίωμα και αρμοδιότητα παρέμβασης για να δοθεί έστω και ένα ελάχιστο επιτόκιο στις καταθέσεις ταμιευτηρίου, ότι δεν μπορούν να προστατεύσουν τους δανειολήπτες από τα ξένα funds διότι δεν τους αφήνει η Ευρωπαϊκή Ενωση, λένε γενικώς ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι σε μια ελεύθερη αγορά που λειτουργεί με όρους ελεύθερου ανταγωνισμού.
Κάνουν λάθος. Η κρατική παρέμβαση σε μια ελεύθερη αγορά είναι αναγκαία και θεμιτή. Διότι το κράτος θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει ότι τηρούνται οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, ότι δεν υπάρχει ασυδοσία και παράνομος πλουτισμός, ότι δεν υπάρχουν καρτέλ, ότι δεν υπάρχει εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, ότι τηρούνται οι νόμοι.
Στην Ελλάδα τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Και είναι υποχρέωση του κράτους να επιβάλει την ορθή λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Δεν επιτρέπεται το κράτος (η κυβέρνηση έχει αποφασιστικό ρόλο σε αυτό) όχι μόνο να ανέχεται την παρανομία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις να παρανομεί και το ίδιο. Το επιχείρημα ότι δεν μπορεί το κράτος να παρέμβει είναι αστείο. Ολα τα κράτη στις ελεύθερες οικονομίες παρεμβαίνουν θεσμικά στη λειτουργία του ανταγωνισμού και αν θέλουν να είναι πολύ αποτελεσματικά σε αυτό (όπως οι ΗΠΑ), χρησιμοποιούν κάθε δυνατότητα που έχουν. Για να μην μπω σε παραδείγματα, απλώς αναφέρω ότι τον Αλ Καπόνε δεν τον συνέλαβαν για τους φόνους και εγκλήματα που έκανε, αλλά για φοροδιαφυγή.
Η κυβέρνηση σε μια χώρα όπου η ζωή ελέγχεται από καρτέλ μπορεί να κάνει πολλά, πάρα πολλά. Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος στη συνέντευξη που έδωσε στο «Πρώτο Θέμα» την περασμένη Κυριακή είπε ότι η ακρίβεια υπάρχει επειδή υπάρχουν καρτέλ στα τρόφιμα, ότι τα επιτόκια καταθέσεων είναι μηδενικά επειδή υπάρχουν καρτέλ στις τράπεζες, ότι υπάρχουν καρτέλ στα καύσιμα, ότι υπάρχουν καρτέλ στην ιδιωτική υγεία. Υπάρχουν κι άλλα που δεν τα ανέφερε ο Στουρνάρας, αλλά η ουσία είναι ότι όταν υπάρχουν όλα αυτά, μια αποφασισμένη κυβέρνηση μπορεί να πετύχει πολλά παρεμβαίνοντας.
Ο πολίτης είναι ανίσχυρος μπροστά στα καρτέλ, αλλά το κράτος δεν είναι. Και καθώς όλοι αυτοί που ελέγχουν την αγορά και αδειάζουν τις τσέπες των πολιτών δεν το κάνουν τηρώντας τους κανόνες, το κράτος μπορεί να τους επιβάλει ό,τι θέλει στην πραγματικότητα.
Το ερώτημα είναι αν θέλει και αν μπορεί η κυβέρνηση να παίξει ρόλο εξυγιαντικό για την οικονομία -και πάρα πολύ δυσκολότερα – για την ασφάλεια των πολιτών ή αν θεωρεί ότι έχει θριαμβεύσει και έχει ολοκληρώσει το έργο της επειδή εισπράττει τα εύσημα των ξένων επενδυτικών οίκων και του περιοδικού «Economist» που την εκθειάζει.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν η κυβέρνηση δεν βρει το θάρρος να «σπάσει αυγά» ώστε να αντιμετωπίσει αυτά τα δυο μεγάλα ζητήματα, της ακρίβειας και της ασφάλεια των πολιτών, θα μείνει με τα χειροκροτήματα του «Economist» και των ξένων επενδυτικών οίκων, αλλά χωρίς την εμπιστοσύνη και την ψήφο των πολιτών. Ακόμη και παίζοντας χωρίς αντίπαλο.
Διαβάστε ακόμη
Organic Electronic Technologies: Eπανάσταση στην πράσινη ενέργεια με… τυπωμένα φωτοβολταϊκά (pics)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ