Η Ελλάδα πέρασε μια μεγάλη οικονομική κρίση με τρία μνημόνια και κάθετη πτώση του ΑΕΠ της για περίπου μία δεκαετία, η οποία δεν επέτρεψε τον εκσυχρονισμό της άμυνάς της. Ταυτοχρόνως οι προηγούμενοι εξοπλισμοί της δεκαετίας 1994-2004, οι οποίοι ναι μεν ήταν σοβαροί (και πιθανώς αποτελεσματικοί, αφού μπορεί να απέτρεψαν τον αντίπαλο από τη δημιουργία θερμών επεισοδίων), σημαδεύτηκαν, όμως, από τραγικά γεγονότα για μια σύγχρονη δημοκρατία. Αδιαφάνεια, μίζες, κλοπές, φυλακίσεις και εξευτελισμοί πολιτικών πρώτης γραμμής είχαν μάλιστα ως αποτέλεσμα τη δυσφήμηση μιας ολόκληρης παράταξης, αλλά και την ιστορικά δικαιωμένη στρατηγική της χώρας να διατηρεί ισχυρή στρατιωτική δύναμη.
Οι εξοπλισμοί εκείνης της περιόδου (από τα Ιμια έως τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας) είναι συνυφασμένοι στην κοινή γνώμη με ό,τι πιο διεφθαρμένο συνέβη από τη Μεταπολίτευση κι εντεύθεν και προφανώς οι κατηγορίες είχαν βάση, αφού ο αποθανών πλέον Τσοχατζόπουλος και αρκετά άλλα στελέχη του υπουργείου -στρατιωτικοί και μη- κατέληξαν στη φυλακή.
Η ιστορία όμως της χώρας με την Τουρκία είναι μεγάλη και επαναλαμβάνεται τόσο συχνά μέσα στα βάθη του χρόνου ώστε δεν δικαιολογείται κανείς πολιτικός και μάλιστα στο αξίωμα του πρωθυπουργού –προσμετρώντας το πολιτικό κόστος ή τις οικονομικές θυσίες- να κάνει «το λάθος». Η έλλειψη επαρκούς αμυντικής θωράκισης της χώρας ισοδυναμεί με -έστω και εξ αμελείας- εθνική προδοσία, αφού στοιχειώδης ιστορική γνώση το αποδεικνύει. Τελευταία παραδείγματα στην περίοδο είναι η απώλεια εθνικού εδάφους στην Κύπρο το 1974 και η παρ’ ολίγον εθνική τραγωδία των Ιμίων το 1996.
Αντιθέτως, αν πάει κανείς πιο πίσω θα διαπιστώσει ότι η Ελλάδα χρειάστηκε να χρεωθεί περί τις 15,5 εκατομμύρια χρυσές δραχμές, αλλά και να «ευεργετηθεί» από τη διαθήκη του Γεωργίου Αβέρωφ με άλλα οκτώ εκατ. χρυσές δραχμές για να αποκτήσει το περίφημο θωρηκτό «Αβέρωφ», που έσωσε τον Δεκέμβριο του 1912 το Αιγαίο από την τουρκική επέλαση κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
Η συμφωνία με τη Γαλλία για τον εκσυγχρονισμό της Αμυνας από αέρος και θαλάσσης με ό,τι πιο εξελιγμένο υπάρχει είναι το ορθό και ίσως είναι ένα από τα δυο-τρία «πολύ σημαντικά πράγματα» που θα μείνουν στην ιστορία αυτής της διακυβέρνησης, όπως και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οχι μόνο για την ισχυρή αποτρεπτική δυνατότητα και το αίσθημα της ασφάλειας που παρέχουν στη χώρα, αλλά και για τον συμβολισμό τους. Γιατί πρόκειται για ευρωπαϊκούς και όχι αμερικανικούς εξοπλισμούς, παρά το γεγονός ότι γι’ αυτό βοήθησαν και οι διεθνείς συγκυρίες (AUKUS).
Σε ένα τέτοιο εθνικό ζήτημα είναι κρίσιμο επίσης τι θα κάνει η αντιπολίτευση όχι τόσο για τη διεθνή εικόνα της χώρας, αλλά για την ίδια την αντιπολίτευση και ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το «ναι» σε ένα μείζον ζήτημα εθνικής φύσεως περνάει χωρίς ζημιά, έστω ίσως και χωρίς όφελος. Το «όχι», ειδικά με αυτές τις δικαιολογίες που εγείρονται, πιθανώς και να είναι χειρότερο. Μια ψύχραιμη προσέγγιση και όχι μια αριστερίστικη λογική (που αντιτίθεται στις προσπάθειες αλλαγής προφίλ της ηγεσίας του κόμματος) θα ήταν ίσως χρήσιμη. Δικό τους θέμα.