Από τη μια, κατανοώ τη δυσκολία των κομμάτων της αντιπολίτευσης να αναπτύξουν στην κοινωνία ένα πειστικό αφήγημα γιατί διεκδικούν τώρα την ψήφο των πολιτών, από τη στιγμή που η πρωτιά της Ν.Δ στις επερχόμενες εκλογές είναι και μαθηματικά δύσκολο να απειληθεί. Όμως τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ, έχουν χαράξει μια στρατηγική η οποία δεν αντέχει σε κριτική. Λένε για παράδειγμα πως δίνουν τον αγώνα για να μην είναι πανίσχυρη η Δεξιά και να μην είναι ανεξέλεγκτη η κυβέρνηση του Μητσοτάκη, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα αποδειχθεί κακό, τόσο για τη Δημοκρατία όσο και για την κοινωνία.

Όμως πού στα αλήθεια βρίσκεται το μέτρο της ανεξέλεγκτης και πανίσχυρης κυβέρνησης, που στο κάτω κάτω θα το αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός με την ψήφο του; Στην προηγούμενη τετραετία ο Μητσοτάκης είχε πάρει κάτι λιγότερο από 40%, είχε κοινοβουλευτική δύναμη 158 βουλευτών κι είχε την «πολυτέλεια» να διαγράψει τον Μπογδάνο και τον Πάτση χωρίς να διαταραχθεί η πλειοψηφία του στη Βουλή. Κι ήταν αυτό κακό;

Τώρα λοιπόν με πόσους βουλευτές τον θέλουν για να μην είναι πανίσχυρος; Μήπως με μια ισχνή πλειοψηφία των 151-152 βουλευτών και να εξαρτάται από 1-2 βουλευτές που μπορεί να «στραβώσουν» γιατί δεν τους έκανε υφυπουργούς ή να «ξεφεύγουν» της κυβερνητικής γραμμής, να μην ψηφίζουν νομοσχέδια, αλλά να μην μπορεί να τους αγγίξει;

Κι αν, λέμε αν, ο λαός αποφασίσει να του δώσει ισχυρό ποσοστό και ισχυρή πλειοψηφία θα κινδυνεύει η Δημοκρατία; Κινδύνευσε μήπως η Δημοκρατία όταν από τη μεταπολίτευση και μετά είδαμε κόμματα να παίρνουν ποσοστά του 53%, του 48%, του 46% του 44% κ.λπ.; Αστεία πράγματα.
Κι άραγε με 80 αντί για 90 και 30 αντί για 40 βουλευτές, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ δεν θα κάνουν με επάρκεια το αντιπολιτευτικό και ελεγκτικό τους καθήκον στη Βουλή;

Πρωτάκουστο.

Όπως είπαμε και στην αρχή, αυτό που λείπει στο δεύτερο και τρίτο κόμμα είναι το πειστικό αφήγημα. Γιατί στις εκλογές πηγαίνουμε πρωτίστως για να αποφασίσουμε ποιος και πώς θέλουμε να μας κυβερνήσει και από αυτή την επιλογή προκύπτει και ποια αντιπολίτευση θέλουμε. Δεν πάμε να ψηφίσουμε με πρωταρχικό στόχο ποια θα είναι η σειρά των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Έτσι λοιπόν, όπως εμφανίζονται να επιχειρηματολογούν τα εν λόγω κόμματα, είναι σαν να έχουν αποδεχτεί τη νίκη του Μητσοτάκη και να αγωνίζονται να προκύψουν διαχειρίσιμα ποσοστά για τα κόμματά τους. Όπως λέει όμως εκείνο το παλιό τραγουδάκι, όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει, στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει.

Θα μου πείτε, ρεαλιστικά αν το δούμε, μπορεί να γυρίσει το ματς και να έρθουν τα πάνω κάτω; Απειροελάχιστες πιθανότητες.

Αλλά από την άλλη όταν τα δυο αυτά κόμματα θέλουν να ψαλιδίσουν τον Μητσοτάκη κι αν είναι δυνατόν να τον φθάσουν στα επίπεδα να μην μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση τότε το ερώτημα που απασχολεί όλους είναι το: και μετά τι;

Όταν μάλιστα για άλλη μια φορά ο Ανδρουλάκης τονίζει πως και 149 έδρες να συγκεντρώσει η ΝΔ αυτός δεν πρόκειται να συνεργαστεί όπως και κανένας άλλος από τα μικρότερα κόμματα.

Επομένως η κυβέρνηση συνεργασίας αποκλείεται, την προοπτική ισχυρής πλειοψηφίας της ΝΔ την πολεμούν με όλες τις δυνάμεις τους κι αυτό που θα τους ικανοποιούσε θα ήταν μια ισχνή και εύθραυστη πλειοψηφία κι ένας πρωθυπουργός ανήμπορος και όμηρος των ορέξεων κάποιου βουλευτή ή κάποιων συμφερόντων.

Ε, να με συμπαθάτε, αλλά αυτό δεν είναι πολιτική στρατηγική και δεν εμπνέει αξιοπιστία και προφανώς αυτού του είδους τα επιχειρήματα πολύ δύσκολα πείθουν τους ψηφοφόρους, οι οποίοι μόλις πριν από 10 μέρες επέλεξαν με ισχυρό ποσοστό -κι ας μην το ξεχνάμε- το κόμμα εκείνο που υποσχέθηκε σταθερότητα για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.