Το τρομερό 2020 κλείνει ελπιδοφόρα για την Ευρωπαϊκή Ένωση: όχι μόνο βρήκε τρόπο, και μέσα, για την οικονομική ανάκαμψη, αλλά αφήνει μια εικόνα, και αίσθηση, ομόνοιας. Η συμβολή στην παγκόσμια ερευνητική προσπάθεια, η υπό την αιγίδα της Ένωσης προμήθεια και διαμοίραση των εμβολίων στα κράτη μέλη και η ταυτόχρονη σε όλες τις χώρες έναρξη των εμβολιασμών πράγματι συνθέτουν “μια κακή στιγμή για όσους δεν πιστεύουν στην Ευρώπη”, όπως είπε ο Έλληνας Επίτροπος.

Όμως, τα προβλήματα κάθε άλλο παρά λύθηκαν και οι δυσκολίες κάθε άλλο παρά είναι πίσω. Στο οικονομικό πεδίο, τα -πολλά- χρήματα που κινητοποιήθηκαν για τη ρευστότητα και οι -ορθές- προτεραιότητες που τέθηκαν για την εκταμίευσή τους στα κράτη μέλη (καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, ενσωμάτωση στην ψηφιακή εποχή, μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού) δεν θα έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή μια αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου σε συναρμογή με τις προσκλήσεις των καιρών, αν δεν συνοδευτούν από εμβάθυνση της συνεργασίας, μείωση του “οικονομικού εθνικισμού” και περισσότερα κοινά σχέδια. Μια άλλου είδους και φιλοσοφίας “οικονομική διακυβέρνηση” αποτελεί αδήριτη ανάγκη, αλλά λείπουν, προς το παρόν, τα ισχυρά σημάδια ότι υφίσταται η βούληση να πάμε προς τα εκεί.

Σε πολιτικό επίπεδο, το Brexit και οι αντιδράσεις των “αντιφιλελεύθερων δημοκρατιών”, δηλαδή ουσιαστικά μη δημοκρατιών, στο κέντρο της Ευρώπης, άφησαν βαθιές πληγές που δεν ξεπεράστηκαν και δεν θα ξεπεραστούν εύκολα. Αποτελεί την απόλυτη αντίφαση, αλλά υφίσταται “ζήτημα δημοκρατίας” σε μία Ένωση που φτιάχτηκε ακριβώς προς υπεράσπιση της δημοκρατίας. Και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μπαλώματα, ημίμετρα ή, πολλώ μάλλον, με εθελοτυφλία: η κοινότητα αξιών θέλει δουλειά για να γίνει πράξη. Στη διεθνή σκηνή, η Ένωση δεν έχει πάρει τη θέση που αρμόζει στην ισχύ αλλά και στο μοντέλο της. Δεν έχει “τηλέφωνο” -πρόσωπο προς τα έξω και κύρος ώστε να κληθεί στις δύσκολες στιγμές- και κινδυνεύει να μείνει εκτός του νέου γεωπολιτικού πεδίου που εκ των πραγμάτων θα συγκροτηθεί γύρω από την ενδυναμωμένη από την πανδημία Κίνα και τις απαλλαγμένες από τον Τραμπ ΗΠΑ. Η πιθανή απόσυρση της Γερμανίας, με την έξοδο της Καγκελαρίου της, από έναν ντε φάκτο ρόλο ηγεμόνευσης της Ένωσης αποτελεί συγχρόνως πρόβλημα και ευκαιρία. Και στο -κρισιμότερο όλων- στοίχημα της τόνωσης της νομιμοποίησης δια της αύξησης της συμμετοχής και του ενδιαφέροντος των πολιτών, η απάντηση δεν μπορεί να έρθει μέσα από έναν οραματικό -αλλά χωρίς γάντζωμα στην πράξη- λόγο τύπου Μακρόν ή επίσημες -και τηλεκατευθυνόμενες- πρωτοβουλίες τύπου “Ευρωπαϊκής Συνέλευσης”.

Η Ευρώπη, ιδίως χάρις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμένει σταθερά η λιγότερο άνιση, η πιο δίκαιη και η πιο ευχάριστη να ζει κανείς περιοχή της γης. Υπό “κανονικότητα” ή με πανδημία. Όσο κι αν δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό, άλλο τόσο δεν επιτρέπεται να το θεωρούμε νομοτέλεια. Μείωση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, μεταναστευτικό (που δεν “λύθηκε” επειδή μειώθηκαν πρόσκαιρα οι ροές), σχέση με το εντός και εκτός πυλών Ισλάμ και τόνωση της δημοκρατίας συνιστούν προκλήσεις τέτοιου μεγέθους που απαιτούν άνοιγμα. Όχι μόνο συνόρων, αλλά δομών και μυαλών. Αλλά αν κάποιος μπορεί να πετύχει ένα τέτοιο άνοιγμα σήμερα, αυτός είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.