Αν θα θέλαμε να χαρακτηρίσουμε με ελάχιστες λέξεις το ξεκίνημα της νέας ευρωπαϊκής σεζόν, οι λέξεις αυτές θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, «υπερβολικά πολλά ανοιχτά μέτωπα».
Πολιτική, οικονομία και κοινωνίες είχαν, καθώς βαδίζουμε προς τον τρίτο χρόνο πανδημίας, ανάγκη να ξαποστάσουν, βρίσκονται όμως, ακόμα, μεσοπέλαγα και με θολή πυξίδα.
Τα βασικά προβλήματα δεν είναι –κατά πάσα πιθανότητα- άλυτα, κανένα όμως δεν έχει λυθεί, ή δείξει προς ποια κατεύθυνση θα μπορέσει να λυθεί. Ξεκινώντας από την ίδια την κατάσταση της πανδημίας και τη σχέση της με την οικονομία: η Ευρωπαϊκή Ένωση διέψευσε –και πάλι- τις Κασσάνδρες και, μετά από μια αργή αρχή και μπόλικες γραφειοκρατικο-πολιτικές δυσκολίες, είναι πλέον καθαρά η πρώτη περιοχή του κόσμου από πλευράς ποσοστού εμβολιασμών, ενώ, στο εσωτερικό της Ένωσης, αρκετές χώρες (Δανία, Ισπανία, Πορτογαλία, Βέλγιο και άλλες) έχουν ξεπεράσει την αρχικά προηγηθείσα Βρετανία, δίνοντας έτσι μια έμμεση απάντηση σχετικά και με το Brexit.
Συγχρόνως, το Ταμείο Ανάκαμψης θεσμοθετήθηκε οριστικά και τα περισσότερα εθνικά «σχέδια ανάπτυξης» έχουν εγκριθεί, με αποτέλεσμα οι προοπτικές και για το γύρισμα της οικονομίας να είναι θετικές και τα πρώτα αποτελέσματα να έχουν ήδη φανεί.
Από την άλλη, σε ορισμένες χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η δική μας, παρατηρούνται οξείες κοινωνικές αντιπαραθέσεις, με τον εμβολιασμό να έχει φτάσει, ή να πλησιάζει, στο «ταβάνι» του, χωρίς να βρίσκεται στο επιθυμητό ποσοστό.
Παράλληλα, σε όλη την Ευρωζώνη, ο συνδυασμός μεγάλων πακέτων κρατικής βοήθειας, αύξησης του κόστους της ενέργειας, μπλοκαρίσματος της εφοδιαστικής αλυσίδας, κερδοσκοπίας των αγορών και αντιφατικών φορολογικών μέτρων έχει εκτινάξει, για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία, τον πληθωρισμό στο 3%, κάτι που θέτει ένα διπλό δίλημμα πολιτικής: σε σχέση με τη συνέχιση παροχής άφθονης ρευστότητας μέσω «ποσοτικής χαλάρωσης» (που εντείνει τις πληθωριστικές τάσεις) και σε σχέση με τις ανατιμήσεις των αγαθών και τις αυξήσεις μισθών (αν οι βέβαιες ανατιμήσεις συνδυαστούν με άμεσες μισθολογικές αυξήσεις, ο πληθωρισμός μπορεί να μετατραπεί από προσωρινό σε δομικό φαινόμενο).
Αυτά τα δύσκολα διλήμματα θα αντιμετωπιστούν, ή θα παραγκωνιστούν, μέσα σε μια ρευστή πολιτική συγκυρία. Αλλαγή κυβερνητικής φρουράς στη Γερμανία -με το ξαφνικό φαβορί, τον Όλαφ Σολτς, να επιθυμεί για προεκλογικούς λόγους, να εμφανιστεί ως συνεχιστής της Μέρκελ, αλλά να έχει πιθανότητες να οδηγήσει τη χώρα του σε σπάσιμο πολλών ταμπού, με πρώτο το κοινό χρέος.
Οξύτατη κοινωνική, και, του χρόνου, εκλογική διάσταση στη Γαλλία -ακόμα κι αν επανεκλεγεί, όπως είναι το πιθανότερο, ο Μακρόν, η εικόνα και το κύρος του, και εντός και εκτός, θα είναι σίγουρα διαφορετικά. Αναπότρεπτη όξυνση της θεσμικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, εντός Συμβουλίου, δικαστηρίου και όλων των ευρωπαϊκών οργάνων, με Ουγγαρία και Πολωνία -όπως δείχνουν σήμερα τα πράγματα, μόνη διέξοδος για να μην ανοίξει για τα καλά η συζήτηση περί αποπομπής των δυο χωρών είναι να ηττηθούν οι σημερινές κυβερνήσεις τους σε επερχόμενες εκλογές, κάτι όχι αδύνατο αλλά πολλαπλώς, ακόμα και λόγω χρήσης βίας, δύσκολο.
Στα «κλασικά» αυτά εκ της συγκυρίας ζητήματα, προστέθηκε και ένα μη αναμενόμενο και δυνητικά εκρηκτικό: η δημιουργία νέας μεταναστευτικής κρίσης λόγω ροών μετά την τραγωδία στο Αφγανιστάν –κι αν υπάρχει ένα μέτωπο στο οποίο η Ένωση έχει δείξει, ξανά και ξανά, ανίκανη να συνεννοηθεί, είναι ακριβώς αυτό.
Σε αυτό το κλίμα, «προχωρούν», δηλαδή, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, φρενάρουν, τα «μεγάλα σχέδια» της Ένωσης στο οικονομικό πεδίο: αρχίζοντας από την πορεία προς κοινές πολιτικές, ιδίως για την κλιματική αλλαγή, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, περνώντας από συναινετική και συγχρόνως τολμηρή (λέξεις που σήμερα φαντάζουν απολύτως αντιφατικές) μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και καταλήγοντας σε αναζωογόνηση των πολιτικά ημιθανών ναυαρχίδων, δηλαδή της Ένωσης Τραπεζών (Banking Union) και της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union).
Στο βάθος, αλλά όχι σε μεγάλο χρονικά βάθος, βρίσκεται η αντιμετώπιση των κολοσσών της τεχνολογίας (Big Tech) και η υποδοχή και πλαισίωση των ανατροπών που θα φέρει –φέρνει ήδη- η εξάπλωση της τεχνικής νοημοσύνης και της ρομποτικής –η Επιτροπή ετοιμάζει σχέδια αλλά οι εθνικές πολιτικές ηγεσίες έχουν πολλά άλλα αβγά, και πολύ λίγες ειδικές γνώσεις, στο καλάθι τους.
Για το Ταμείο η κρίσιμη προϋπόθεση είναι ο συντονισμός, για το Σύμφωνο η πολιτική βούληση, για τις δυο Ενώσεις το ξεπέρασμα των αγκυλώσεων, για τις τεχνολογικές ανατροπές η εμπιστοσύνη στους ειδικούς και η φαντασία – όλες έννοιες υπό διαρκή αναζήτηση και όλο και πιο αμυδρή σχέση με την πραγματικότητα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι απραξία στα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα, έστω και σε μερικά από αυτά, θα άφηνε την Ευρωπαϊκή Ένωση εκτός εποχής, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία η δυναμική της είναι πιο εμφανής από ποτέ.