Η σημερινή εκλογική μάχη του ΠΑΣΟΚ διεξάγεται μεταξύ του αμφισβητηθέντος από τα στελέχη του κόμματος νυν προέδρου Νίκου Ανδρουλάκη και του ηττημένου στην Αθήνα και Αττική, δημάρχου Αθηναίων, Χάρη Δούκα.
Αναμένεται ότι η συμμετοχή των ψηφοφόρων θα είναι πολύ μικρότερη από τις 303.000 που ψήφισαν στον πρώτο γύρο, και αυτό διότι οι δύο που συμμετέχουν στον δεύτερο γύρο συγκέντρωσαν αθροιστικά μόνο το 50% των ψήφων.
Αυτό σημαίνει ότι όποιος κι αν εκλεγεί θα έχει κερδίσει με μια μειοψηφία του εκλογικού σώματος και σε καμία περίπτωση δεν είναι η πρώτη επιλογή της πλειοψηφίας των μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ. Θα έχει κερδίσει παίρνοντας λίγες ψήφους παραπάνω από τις ψήφους των άλλων υποψηφίων που αποκλείστηκαν.
Συνεπώς, δεν θα είναι ένας πανίσχυρος και λαοπρόβλητος ηγέτης του κόμματος και για να διεκδικήσει νίκη στις εθνικές εκλογές, που θα γίνουν το αργότερο το 2027, θα πρέπει να προσπαθήσει πάρα πολύ.
Ποιος θα εκλεγεί;
Οι ψηφοφόροι του Ανδρουλάκη λένε ότι θα εκλεγεί ο Ανδρουλάκης διότι πήρε μεγαλύτερο ποσοστό από τον Δούκα στον πρώτο γύρο, συνεπώς το ίδιο θα συμβεί και στον δεύτερο. Οι ψηφοφόροι του Δούκα λένε ότι θα εκλεγεί ο Δούκας, διότι το 70% των ψηφοφόρων του πρώτου γύρου δεν ψήφισε Ανδρουλάκη, αλλά αλλαγή προέδρου, συνεπώς αυτό το ποσοστό θα ψηφίσει πάλι υπέρ της αλλαγής προέδρου, άρα η πλειοψηφία θα επιλέξει Δούκα.
Αισιόδοξοι όλοι, λοιπόν, η κάλπη θα μιλήσει το βράδυ.
Όποιος από τους δύο εκλεγεί, θα πρέπει να ανασυντάξει το κόμμα, να αναδείξει ηγετική ομάδα, να αναγεννήσει τα όργανα του κόμματος, να αναθέσει ρόλους εκπροσώπων σε στελέχη για όλους τους τομείς πολιτικής, να διαμορφώσει θέσεις για τα μεγάλα προβλήματα και να επιλέξει τις πολιτικές που θα προτείνει στους ψηφοφόρους το κόμμα ώστε να το ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές.
Όποιος εκλεγεί, το πρώτο που θα πρέπει να κάνει είναι να αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν είναι ένας ηγέτης που συνεπαίρνει τα πλήθη, δεν σάρωσε στις εσωκομματικές εκλογές και δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή των ψηφοφόρων του κόμματος. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι πλέον προσωποκεντρικό κόμμα, ο πρόεδρός του δεν είναι ο μεγάλος ηγέτης, ο κόσμος που ψηφίζει και θα ψηφίσει μελλοντικά στις εθνικές εκλογές το ΠΑΣΟΚ θα το ψηφίσει επειδή δεν θέλει άλλο την κυβέρνηση Μητσοτάκη, θέλει αλλαγή κυβέρνησης.
Συνεπώς, ο νέος πρόεδρος δεν πρέπει να πάρει το παιχνίδι πάνω του, αλλά να στηριχτεί σε όσο μεγαλύτερο αριθμό στελεχών μπορεί, να φτιάξει μια ισχυρή ηγετική ομάδα η οποία θα προσεγγίσει όσο περισσότερους ψηφοφόρους μπορεί και θα δώσει τη μάχη συνολικά και συντονισμένα, βασισμένη σε ένα πολύ μελετημένο, ρεαλιστικό και κατανοητό απ’ όλους πολιτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης.
Μέχρι στιγμής αυτό που έχει φανεί είναι ότι το ΠΑΣΟΚ διαθέτει πολλά ικανά στελέχη, τα οποία όμως δεν συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση των θέσεων και τις πολιτικές αποφάσεις και δεν βγαίνουν δημοσίως να προωθήσουν το κόμμα και τις θέσεις του. Είτε γιατί τα ίδια δεν θέλουν, είτε επειδή οι δομές του κόμματος δεν τους επιτρέπουν ή δεν τους αναγκάζουν να συμμετάσχουν.
Συνεπώς, ο νέος πρόεδρος πρέπει να πείσει τα στελέχη να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση πολιτικών, να τους δώσει την ευκαιρία και ενδεχομένως να τα αναγκάσει να συμμετάσχουν.
Όλα αυτά απαιτούν πολλή δουλειά, οργάνωση, μελέτη, δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη και δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Η ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, αν υπάρξει τελικώς και αν το κόμμα δεν οδηγηθεί σε υποχώρηση ή διάσπαση τα επόμενα χρόνια, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Η κυβέρνηση θα αργήσει να αποκτήσει μια ισχυρή αντιπολίτευση η οποία θα την ανάγκαζε να διορθώσει την πορεία της και να ακολουθήσει καλύτερες πολιτικές.
Δυστυχώς, με την πολιτική που ακολουθεί μέχρι σήμερα η κυβέρνηση τα μεγάλα προβλήματα παραμένουν. Η ακρίβεια που οδηγεί σε φτώχεια πολλά νοικοκυριά, η αυξανόμενη εγκληματικότητα και η ανασφάλεια του πολίτη, η γενικευμένη παραβατικότητα, η συρρίκνωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που συνεπάγεται μείωση της παραγωγής και αύξηση της οικονομικής ανισότητας.
Οι μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν σε βασικούς τομείς, την υγεία, την παιδεία, τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την οικονομία, δεν έγιναν και δεν θα γίνουν από μια κυβέρνηση η οποία, ανεξαρτήτως της αδυναμίας της αντιπολίτευσης, φθείρεται και ακολουθεί πτωτική πορεία στις δημοσκοπήσεις.
Αυτό που μπορούμε λοιπόν να ελπίζουμε είναι ότι η κυβέρνηση θα καταφέρει να αυτοσυγκρατηθεί και θα προσπαθήσει να αυτοβελτιωθεί μέσω της αυτοκριτικής. Ακούγεται ως ανέκδοτο, αλλά αυτές είναι οι συνθήκες σήμερα.
Και καθώς κανείς δεν γοητεύει τα πλήθη, αυτό που θα πρέπει να περιμένουμε στις επόμενες εκλογές είναι μάλλον μία ακόμη μεγαλύτερη αποχή.
Η αποχή που φτάνει στο 50% σήμερα μπορεί να εκτιναχθεί σε πολύ υψηλότερα ποσοστά, εφόσον οι ψηφοφόροι είναι εγκλωβισμένοι μεταξύ επιλογών που δεν τους καλύπτουν. Και ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι η αποχή είναι ένδειξη αδιαφορίας των πολιτών για την πολιτική, δεν είναι έτσι. Η αποχή είναι ψήφος διαμαρτυρίας, που δείχνει ότι ο ψηφοφόρος δεν θεωρεί ικανό κανέναν από τους υποψηφίους. Αν υπήρχε η λευκή ψήφος, το λευκό, όπως παλιότερα, δεν θα είχαμε τόσο μεγάλη αποχή, θα είχαμε ενδεχομένως σαρωτική επικράτηση των λευκών στις εκλογές. Και τότε το μήνυμα προς τον πολιτικό κόσμο θα ήταν πολύ πιο ηχηρό και ξεκάθαρο απ’ ό,τι είναι σήμερα, διότι δεν θα χωρούσε η ερμηνεία της αδιαφορίας.
Δυστυχώς, εκτός από την κυβέρνηση που πρέπει να αυτοβελτιωθεί, ο πολιτικός κόσμος συνολικά πρέπει να αυτοβελτιωθεί, διότι, όπως αποδεικνύεται, δεν πείθει τους πολίτες για τις ικανότητές του να βελτιώσει τη ζωή τους.
*Δημοσιεύτηκε στο «Πρώτο Θέμα» της Κυριακής 13/10/2024