Στη δημόσια σφαίρα η επιστροφή στην ανάπτυξη μέσω της επιλογής των στρατηγικών επενδύσεων τίθεται μετ’ επιτάσεως από σχεδόν όλες τις πολιτικές δυνάμεις ως η πλέον δυναμική απάντηση στην ύφεση για περιπτώσεις κρατών όπως η Ελλάδα. Η επιστροφή ενός κράτους, ωστόσο, σε αναπτυξιακή τροχιά προϋποθέτει νέες θέσεις εργασίας, νέα προϊόντα και ανταγωνιστική παρουσία στις αγορές. Στην πράξη, όμως, οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν ταυτίζονται με τις προτεραιότητες των «στρατηγικών επενδυτών». Για παράδειγμα, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων μέσω ενός γενναίου εθνικού προγράμματος αποκρατικοποιήσεων δεν υπηρετεί αναγκαστικά την προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης μιας χώρας, μολονότι η εκχώρηση του management δημόσιων υποδομών και αγαθών υπό όρους και με κρατική εποπτεία είναι πάντοτε καλοδεχούμενη. 

Στην πράξη, η ανάγκη του εκάστοτε επενδυτή να αποκτήσει οδική, σιδηροδρομική, λιμενική ή άλλη πρόσβαση σε μια χώρα ή σε μια ολόκληρη ήπειρο δεν συνεπάγεται αυτόματα την ανάπτυξη των περιοχών πέριξ της επένδυσης. Πολύ περισσότερο, όταν ο πιθανός επενδυτής δεν έχει καμία σχέση με το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον της χώρας στην οποία επενδύει. Συνεπώς, η παρουσία ξένων επενδυτών δεν διαμορφώνει από μόνη της τις αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη της εθνικής και τοπικής οικονομίας, αν και είναι καθ’ όλα θεμιτή. Παράλληλα με την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, η στροφή στο εγχώριο επενδυτικό κοινό θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την οικοδόμηση του νέου παραγωγικού μοντέλου στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί η κατανόηση των αναγκών και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε οικονομίας προκύπτει από την εμπειρία, προνόμιο που τόσο η ελληνική πολιτική τάξη όσο και το ελληνικό επιχειρείν δεν πρέπει να το απεμπολήσουν. Και για έναν επιπρόσθετο λόγο: γιατί η ταχεία επιστροφή στην ανάπτυξη θα επέλθει μόνο από τη σοβαρή αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της κάθε χώρας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν μπορεί κανείς παρά να εδράσει ένα υγιές, παραγωγικό μοντέλο στον τουρισμό και την πρωτογενή παραγωγή, ανταγωνιστικούς ακόμη και σήμερα τομείς της ελληνικής οικονομίας, αν δεν έχει προηγηθεί μια βασική παραδοχή. Καμία μορφή ανάπτυξης δεν μπορεί να τελεσφορήσει, αν δεν αντιμετωπιστεί με παρρησία και τόλμη η πληθυσμιακή συσσώρευση. Η εικόνα της Αθήνας είναι αποκαλυπτική: ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας κατοικεί σήμερα στο Λεκανοπέδιο παρέχοντας αποκλειστικά και μόνο υπηρεσίες. Προέχουν, λοιπόν, η δημόσια συζήτηση και μια γενναία απόφαση για τη μετατροπή της εθνικής οικονομίας από οικονομία παροχής υπηρεσιών σε οικονομία της παραγωγής. Στην κατεύθυνση αυτή, ο πρωταγωνιστικός ρόλος ανήκει στην ελληνική περιφέρεια.

Συγκεκριμένα, αυτά που απαιτούνται είναι ένας μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την επέκταση της τουριστικής περιόδου καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και η περαιτέρω αξιοποίηση των υπαρχουσών υποδομών, όπως τα υφιστάμενα χιονοδρομικά κέντρα, στο πλαίσιο ενός μακρόπνοου περιφερειακού σχεδιασμού. Ετσι, ο τουρισμός με την ανάδειξη όλων των εκφάνσεών του στην Ελλάδα, λ.χ. συνεδριακός, θρησκευτικός, ιαματικός και άλλος, θα αποτελέσει τον πραγματικό μοχλό περιφερειακής ανάπτυξης, αφού κάθε περιφέρεια θα συμβάλει σε αυτή την εθνική προσπάθεια με την εστίαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.

Η ίδια πορεία θα πρέπει να ακολουθηθεί και για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, με απαραίτητη προϋπόθεση την εκπαίδευση της νέας γενιάς πάνω στις νέες, παγκόσμιες ανάγκες και την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών σε έναν τόσο πολλά υποσχόμενο τομέα. Αν η προσπάθεια ανασυγκρότησης της παραγωγικής μας βάσης με όχημα την πρωτογενή παραγωγή τεθεί ως εθνική προτεραιότητα, θα λάβει γρήγορα τέλος η αστικοποίηση, θα αναπτυχθούν φυγόκεντρες δυνάμεις από τα αστικά κέντρα προς την περιφέρεια και η εθνική οικονομία θα προσανατολιστεί σε μια πιο ανταγωνιστική της εκδοχή, με τους πολίτες να απολαμβάνουν μεγαλύτερα εισοδήματα και καλύτερη ποιότητα ζωής.

Η Πολιτεία οφείλει απλώς να τροφοδοτήσει με εργαλεία και υποδομές την ελληνική περιφέρεια προκειμένου αφενός να συγκρατήσει τον τοπικό πληθυσμό και αφετέρου να υποδεχθεί και νέο, που θα εγκαταλείπει τη θλίψη των μεγάλων αστικών κέντρων. Αν κάνουμε την αρχή με αφετηρία τον τουρισμό και την πρωτογενή παραγωγή, τα αποτελέσματα θα είναι απτά και δεν θα αργήσουν. Σε διαφορετική περίπτωση, θα περιμένουμε όλοι μαζί στωικά τον εκάστοτε εισαγόμενο «στρατηγικό επενδυτή» μέχρι να πέσουν οι τιμές και να μας προτιμήσει.

*Ο κ. Ανδρέας Πάτσης είναι δικηγόρος