Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, γιατί δυστυχώς αυτό είναι το κριτήριο, η Ελλάδα τα πήγε καλύτερα από όλες. Οχι μόνο στην αρχή της κρίσης, αλλά και το καλοκαίρι, ακόμη και στην έξαρση του δεύτερου κύματος, τα περασμένα Χριστούγεννα. Πέτυχε να διατηρήσει τον έλεγχο παρά την πίεση που δέχθηκε το σύστημα υγείας και τις πολλές ανθρώπινες απώλειες.
Πρώτη φορά τώρα, η κατάσταση δείχνει να ξεφεύγει. Οχι μόνο γιατί γέμισαν τα νοσοκομεία και οι Εντατικές, αλλά γιατί η σύγχυση και οι αντιφάσεις πήραν τη θέση της ψυχραιμίας και της νηφαλιότητας. Εφεδρείες υπάρχουν και θα βρεθούν κι άλλες, αλίμονο όμως αν διολισθήσουμε ως κοινωνία και οργανωμένη πολιτεία στο χάος και τον πανικό.
Προκαλεί τουλάχιστον έκπληξη και ανησυχία η εικόνα των επιστημόνων, όταν ο καθένας έχει και μια διαφορετική γνώμη για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ή να αρθούν. Κανείς δεν συμφωνεί με κανέναν και όλοι διαφωνούν με τον εαυτό τους, αν ανατρέξει κανείς σε προγενέστερες τοποθετήσεις τους. Και, το κυριότερο, κανείς δεν έχει παρουσιάσει μια επιστημονική έρευνα με την οποία να τεκμηριώνει τις απόψεις του. Ωστόσο την τελική ευθύνη απέναντι στους πολίτες δεν την έχει ούτε η επιστημονική επιτροπή, ως συλλογικό όργανο, ούτε ο καθένας από τους λοιμωξιολόγους ξεχωριστά. Την έχει η κυβέρνηση. Εκείνη φέρει το βάρος των τελικών αποφάσεων κι εκείνη θα κριθεί στο τέλος.
Στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε και λάθη. Δεν γνωρίζω καμία κυβέρνηση πουθενά στην Ευρώπη και στην Αμερική που να μην έκανε. Ολοι κλήθηκαν να διαχειριστούν μια πρωτόγνωρη κατάσταση, που όμοιά της ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει στο παρελθόν. Πόσο μάλλον στη χώρα μας, όπου ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι ο πιο οργανωμένος και η κοινωνία δεν φημίζεται ούτε για την πειθαρχία της, ούτε για την υπομονή της και την ψυχραιμία της.
Πρέπει όμως να ξεχωρίσουμε αυτά τα λάθη της κυβέρνησης σε τρεις κατηγορίες. Σε εκείνα που έγιναν λόγω εσφαλμένων εκτιμήσεων, στα ανόητα λάθη και σε εκείνα που «επιβλήθηκαν» λόγω του φόβου για το πολιτικό κόστος. Θεωρώ πως τελευταία είναι τα πιο πολλά, τα πιο επικίνδυνα και τα πιο οδυνηρά απ’ όλα. Παρότι οι δημοσκοπήσεις (και στην πρόθεση ψήφου και στα ποιοτικά στοιχεία) έδειχναν ότι κινείται με μεγάλη επιτυχία στη σωστή κατεύθυνση, η κυβέρνηση τρόμαξε από το πιθανό πολιτικό κόστος και αυτοϋπονόμευσε τη συνολική προσπάθεια.
Παράδειγμα πρώτο και χειροπιαστό. Η χώρα πήγε τέλεια στην πρώτη φάση της πανδημίας, πέρυσι τέτοια εποχή, χάρη και στο επικοινωνιακό πλεονέκτημα του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα. Κανένας, ποτέ, δεν έφτασε σε ποσοστά αποδοχής το 90% από την κοινή γνώμη, αλλά η κυβέρνηση επέτρεψε να χαθεί αυτό το μεγάλο κεφάλαιο, αντί να το προστατεύσει. Η αντιπολίτευση, στριμωγμένη πολιτικά και δημοσκοπικά, άρχισε τους ψιθύρους και «εντός των τειχών» κάποιοι… ανησύχησαν από την επιτυχία του. Αποτέλεσμα, ο επιστήμονας που μπορούσε να πείσει τους πολίτες μετακινήθηκε στα «μετόπισθεν».
Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε. Μέσα στο καλοκαίρι η κατάσταση άρχισε να στραβώνει, από τον Ιούλιο είχαμε ξανά επιβολή μέτρων, που ποτέ όμως δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη, και το φθινόπωρο η κατάσταση εξελίχθηκε ακόμη χειρότερα. Από τη μία η αντιπολίτευση, που κοίταζε πώς θα διασωθεί, και από την άλλη διάφορες επαγγελματικές ομάδες «τραμπούκισαν» την κυβέρνηση, που έχασε την εμπιστοσύνη στον εαυτό της και στις αποφάσεις της. Κλειστά καταστήματα – ανοιχτό λιανεμπόριο, κλειστά σχολεία – ανοιχτά σχολεία, κλειστές εκκλησίες – ανοιχτές εκκλησίες και, το χειρότερο όλων, επέτρεψε στους υγειονομικούς να μην εμβολιαστούν, πράγμα απαράδεκτο από κάθε άποψη. Ετσι διολίσθησε από το ένα λάθος στο άλλο και φτάσαμε στο σημερινό αδιέξοδο. Δεν έπρεπε να λάβει υπόψη της ούτε τις αντιδράσεις, ούτε τις πολιτικές πιέσεις.
Είναι ώρα η κυβέρνηση να ανασυνταχθεί και να ξαναπάρει την κατάσταση στα χέρια της. Οι αποφάσεις της Παρασκευής έχουν υψηλό ρίσκο. Αν τις επόμενες ημέρες τα κρούσματα παραμείνουν σταθερά και σταδιακά αρχίζουν να πέφτουν, θα έχει κερδίσει ένα ακόμη στοίχημα. Εάν όχι, βάζει σε κίνδυνο τον μεγάλο στόχο του τουρισμού στα μέσα Μαΐου και, κυρίως, την επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα. Ελπίζω να μην πληρώσουμε ακριβά το βέρτιγκο των τελευταίων ημερών. Θα το επαναλάβω για ακόμη μία φορά: αν δεν αντιμετωπιστεί η πανδημία, δεν θα αναρρώσει η οικονομία.