Μετά από ένα καυτό καλοκαίρι, με καύσωνες και καταστροφικές πυρκαγιές, επιστρέφουμε στην Αθήνα για να αντιμετωπίσουμε ένα θερμό πολιτικά φθινόπωρο. Περιφερειακές και αυτοδιοικητικές εκλογές και εσωκομματικές εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη νέου αρχηγού. Δεν θα πλήξουμε λοιπόν πολιτικά, μπορεί μάλιστα και να γελάσουμε λίγο. Κατά τα άλλα, η πολιτική κατάσταση παραμένει σταθερή με ισχυρή κυβέρνηση που μπορεί να περάσει πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις αν το αποφασίσει – μεταρρυθμίσεις που μπορούν να αλλάξουν την εικόνα της χώρας προς το καλύτερο. Και στην παιδεία και στη δικαιοσύνη και στη δημόσια διοίκηση. Αν τελικά τις τολμήσει -πολλά ακούμε, αλλά τίποτα δεν βλέπουμε μέχρι στιγμής-, η οικονομία θα βελτιωθεί σημαντικά. Τα πράγματα δεν πηγαίνουν άσχημα μέχρι τώρα, αν και σχετικά προβληματικά.
Προβληματικά διότι πολύ μεγάλο μέρος της επιβίωσης των ασθενέστερων τμημάτων του πληθυσμού εξαρτάται από τις ελεημοσύνες των επιδομάτων. Αυτό δεν μπορεί ποτέ να αποτελεί μόνιμη κατάσταση, ούτε είναι αποδεκτή μορφή οικονομικής πολιτικής, πρέπει να βρεθούν άλλες λύσεις που θα ενισχύσουν σε μόνιμη, ανταποδοτική και ρεαλιστική βάση το εισόδημα.
Παράλληλα, πρέπει να βρεθούν λύσεις που θα περιορίζουν την ασυδοσία των ολιγοπωλίων και μονοπωλίων που ελέγχουν τους βασικότερους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα και να περιοριστεί η κερδοσκοπία όπου είναι εφικτό. Διότι πληθωρισμός στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, δεν υπάρχει δηλαδή σπιράλ αυξήσεων στις τιμές και τους μισθούς, η αύξηση των τιμών δεν προέρχεται από την αυξημένη ζήτηση, υπάρχει ανατιμητική κερδοσκοπία από ολιγοπώλια, και αυτό είναι δουλειά της κυβέρνησης να το περιορίσει ευθέως ή εμμέσως.
Πάντως, η πορεία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας -αν αυτή αποτελεί δείκτη προσδοκιών για την καλύτερη μελλοντική πορεία της οικονομίας- είναι καθησυχαστική για τους επόμενους μήνες. Η προοπτική της αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας με την ανάκτηση της χαμένης επενδυτικής βαθμίδας μπορεί να μετατίθεται για τις αρχές του επόμενου έτους, αλλά υπάρχει, επενδύσεις από μεγάλους ελληνικούς βιομηχανικούς και επιχειρηματικούς ομίλους γίνονται, οι εκθέσεις των διεθνών οίκων παραμένουν θετικές, το ξένο κεφάλαιο συνεχίζει να εισρέει στην ελληνική αγορά με διάφορους τρόπους.
Τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν καλά δηλαδή, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που μοιάζει να λείπει είναι ένα σχέδιο μακροπρόθεσμης και βιώσιμης ανάπτυξης.
Φυσικά, δεν μιλάμε για κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, όπως στα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα, στην Ελλάδα λειτουργούμε σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς. Θεωρητικά τουλάχιστον, διότι στην πραγματικότητα το κράτος δημιουργεί μονοπώλια, ολιγοπώλια και πανίσχυρους ολιγάρχες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, χρειάζεται τουλάχιστον ένα γενικό σχέδιο για το πού θέλει η κυβέρνηση να κατευθύνει την οικονομία. Ενα πολύ ευρύ και καθόλου ασφυκτικό πλαίσιο εντός του οποίου να προσελκύονται οι δράσεις του ιδιωτικού τομέα. Το να θεωρούμε ότι η επενδυτική βαθμίδα είναι πανάκεια είναι λάθος. Είναι ασφαλώς αναγκαία για να συνεχίσουν και να αυξηθούν οι ξένες επενδύσεις και για να ελαφρύνει το κόστος δανεισμού της χώρας και να ενισχυθεί η αξιοπιστία της, αλλά δεν θα φέρει η επενδυτική βαθμίδα τη βιώσιμη ανάπτυξη. Και η κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει αυτό το γενικό σχέδιο – ή, αν το έχει, δεν μας το έχει πει.
Η ελληνική οικονομία στηρίζεται στον τουρισμό και η πλειονότητα των ξένων επενδύσεων αφορά την εξαγορά τουριστικών μονάδων ή τη δημιουργία νέων. Ωστόσο, ο τουρισμός είναι ένας κλάδος ευαίσθητος στις εξωτερικές συνθήκες. Για παράδειγμα, αν ο πληθωρισμός εκτός Ελλάδος, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, επιμείνει, αν τα διεθνή επιτόκια διατηρούνται υψηλά ή αυξάνονται, αν το διαθέσιμο εισόδημα των Αμερικανών και των Ευρωπαίων μειώνεται, το τουριστικό ρεύμα προς Ελλάδα θα μειωθεί. Το ίδιο θα συμβεί και σε κάθε κρίση που μπορεί να χτυπήσει τις δυτικές οικονομίες, όπως μια κρίση στις ξένες αγορές ακινήτων λόγω επιτοκίων, η οποία θεωρείται τώρα πάρα πολύ πιθανή, ή μια κρίση των διεθνών αγορών χρήματος και κεφαλαίου.
Ο τουρισμός είναι και πρέπει να παραμείνει βασική πηγή χρήματος για την Ελλάδα, αλλά δεν αρκεί. Και υπάρχουν κλάδοι που αποδεδειγμένα διαθέτουν ισχυρές δυνατότητες, όπως είναι ο κλάδος της αγροτικής παραγωγής και η βιομηχανία τροφίμων, αλλά δεν έχουμε συντονίσει τις κυβερνητικές δράσεις για την ενίσχυσή τους. Υπάρχει και ο κλάδος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στον οποίο διαθέτουμε το υπερόπλο του κλίματός μας, αλλά κολλάμε στις δυνατότητες του δικτύου και αναγκαζόμαστε να ξοδεύουμε μεγάλα ποσά για εισαγωγές ενέργειας. Υπάρχουν αναμφίβολα μεγάλες δυνατότητες σε άλλους κλάδους, όπως στα φάρμακα και την τεχνολογία, που επίσης πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο στήριξης της κυβέρνησης.
Πέραν όλων αυτών, υπάρχει και ένα ζήτημα με τη δυνατότητα της οικονομίας μας να γεννά νέες και δυναμικές επιχειρήσεις. Διότι στηριζόμαστε μεν σε κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να στηθούν νέες παραγωγικές μονάδες λόγω της απόλυτης έλλειψης χρηματοδότησης (ούτε οι τράπεζες δανείζουν νέες επιχειρήσεις χωρίς υποθήκη ακινήτων, ούτε οι κρατικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις φτάνουν σε αυτές, κατευθύνονται στις λίγες πολύ μεγάλες, που τελικά ίσως και να μη χρειάζονται στήριξη).
Η ανάπτυξη λοιπόν που έχουμε σήμερα δεν αξιοποιείται σωστά, το χρήμα που παράγεται φεύγει σε πολύ μεγάλο βαθμό στο εξωτερικό για εισαγωγές, δεν ευνοούνται επενδύσεις που θα διασφαλίσουν βιώσιμη ανάπτυξη στο μέλλον. Ολα αυτά πρέπει να τα δει η κυβέρνηση προσεκτικά και να διαμορφώσει τις χοντρικές γραμμές στις οποίες θα κινηθεί η οικονομία, αντί να επαναπαύεται στην προσωρινά καλή εικόνα που βλέπουμε σήμερα.