Σε λίγο κλείνει και τυπικά το κεφάλαιο της Ανγκελα Μέρκελ στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Η νέα τρικομματική κυβέρνηση του σοσιαλιστή καγκελάριου Ολαφ Σολτς θα μπορούσε να σημάνει ένα νέο ξεκίνημα και για την Ευρωπαϊκή Ενωση και για την Ελλάδα. Μόνο που τα πρώτα στοιχεία από το «πρόγραμμα διακυβέρνησης» των 178 σελίδων που κυκλοφόρησε προκαλoύν περισσότερο προβληματισμό και λιγότερο αισιοδοξία.
Μετά και την ομολογία της Μέρκελ για «τραγωδία» στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, η αλλαγή σκυτάλης στη γερμανική καγκελαρία υποδηλώνει θεωρητικά αλλαγή πλεύσης. Διατυπώνονται όμως σοβαρές αμφιβολίες για το αν και κατά πόσο μπορεί να στρίψει το γερμανικό θωρηκτό στην ευρωπαϊκή θάλασσα. Είναι αλήθεια ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση εμφανίζεται πιο διαλλακτική στην αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων που πρέπει να τεθούν ξανά σε εφαρμογή από το 2023, αν βεβαίως έχουμε ξεμπερδέψει με την πανδημία. Θεωρείται όμως βέβαιο ότι τις μεταρρυθμίσεις στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης διαφορετικά τις εννοούν η Γερμανία και οι στενοί υποστηρικτές της και διαφορετικά ο ευρωπαϊκός Νότος και βεβαίως η Ελλάδα.
Η παρουσία του φιλελεύθερου Κρίστιαν Λίντνερ, ενός μικρού ανερχόμενου Σόιμπλε, όπως τον χαρακτηρίζουν Ευρωπαίοι αναλυτές, στη θέση του υπουργού Οικονομικών περιορίζει τις προσδοκίες στο ελάχιστο. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας μας υπολογίζεται τώρα κοντά στο 10% και αν πρέπει να «μαζευτεί» μέσα σ’ ένα χρόνο, μπορούμε να καταλάβουμε ότι μας περιμένουν ξανά δραματικές περικοπές. Και αυτό τη στιγμή που οι συνέπειες της πανδημίας δεν θα έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί επαρκώς, ούτε και τα πρόσθετα μεγάλα προβλήματα που προέκυψαν από την έκρηξη της ενεργειακής ακρίβειας.
Παραδοσιακά ο νέος Γερμανός καγκελάριος μετά τον ορκωμοσία του επισκέπτεται το Παρίσι (και ο εκάστοτε νέος Γάλλος πρόεδρος πράττει το αντίστοιχο) ακριβώς για να σηματοδοτηθεί ότι ο «άξονας» Βερολίνου – Παρισίων παραμένει ενεργός και ισχυρός. Το ίδιο θα γίνει και αυτή τη φορά, μόνο που ο Εμανουέλ Μακρόν έχεις επίσης εκλογές τον Μάιο και δεν θέλει να εμπλακεί με τη γερμανική αυστηρότητα. Στην κατεύθυνση αυτή έχει αναπτυχθεί μια στενότερη συνέργια με τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι, ο οποίος γνωρίζει καλά και τους Γερμανούς και τα οικονομικά ζητήματα της Ε.Ε., ως πρώην διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου θα βγουν να πρώτα συμπεράσματα για το πώς θα εξελιχθεί τους επόμενους κρίσιμους μήνες αυτή η υπόγεια σύγκρουση ανάμεσα στο Βερολίνο και τον Νότο, με την ελπίδα να μην επιβεβαιωθεί το γνωστό ποδοσφαιρικό σλόγκαν, ότι «στο τέλος πάντα κερδίζουν οι Γερμανοί». Αν συμβεί αυτό η Ευρωπαϊκή Ενωση, που πλήττεται βαριά από την πανδημία και την ενεργειακή ακρίβεια, θα χάσει κι άλλο έδαφος σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα και θα δικαιώσει τις επιλογές της Βρετανίας με το Brexit.
Εκτός από το θέμα της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας η Ελλάδα περιμένει από τη νέα γερμανική κυβέρνηση να δει τη στάση της απέναντι στην Aγκυρα για τα εθνικά μας θέματα και το Mεταναστευτικό. Η Αναλένα Μπέρμποκ, η «πράσινη» νέα υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας είχε πάρει καθαρή θέση υπέρ των ελληνικών θέσεων και είχε ζητήσει μάλιστα να διακοπεί το πρόγραμμα κατασκευής των 6 τουρκικών υποβρυχίων στα γερμανικά ναυπηγεία. Οι θέσεις αυτές αποτυπώνονται και στο κυβερνητικό πρόγραμμα του «Φωτεινού Σηματοδότη», όπως είναι γνωστή η κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς λόγω των χρωμάτων των κομμάτων που την απαρτίζουν. Στην Αθήνα θεωρούν πως μια τέτοια εξέλιξη είναι «πολύ καλή για να είναι αληθινή» και ότι σύντομα θα αρχίσουν οι «εκπτώσεις». Τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας στην Τουρκία είναι τόσο ισχυρά και η παρουσία Τούρκων στη Γερμανία τόσο έντονη που δεν επιτρέπουν φιλόδοξους στόχους.
Με την ορκωμοσία της κυβέρνησης Σολτς στη Γερμανία, η Ευρώπη και η Ελλάδα βρίσκονται μπροστά σε ένα νέο ξεκίνημα. Θεωρητικώς θα είναι μια περίοδος καλύτερη από εκείνη της Μέρκελ – αν κρίνουμε από τις δημόσιες τοποθετήσεις στο Βερολίνο. Καλό είναι όμως να κρατάμε μικρό καλάθι, για να μη βρεθούμε σύντομα να αναζητάμε τη «Μαντάμ Μέρκελ».