Μπορεί να είναι όντως νωρίς για τελικά συμπεράσματα γιατί, πρώτον, είναι ακόμα «αποκαλόκαιρο» και, δεύτερον, μόλις άρχισε η διερεύνηση του θέματος από τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Βουλής, αλλά είναι σαφές ότι αυτή την ώρα το γεγονός δεν «παράγει» αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.
Οχι βεβαίως γιατί το καλύπτουν τα media, όπως πιστεύει και διαλαλεί ο κ. Τσίπρας (ή ψιθυρίζει ο κ. Ανδρουλάκης), αλλά επειδή απλώς -θα έλεγα με την εμπειρία ενός δημοσιογράφου- στην εποχή που ζούμε τίποτα τελικά δεν μπορεί να επηρεάσει την κρίση και την αντίληψη της κοινής γνώμης.
Οταν ήταν η ώρα της πολιτικής αλλαγής το 2015, ο κόσμος «δεν άκουγε τίποτα», έφερε τον Τσίπρα γιατί είχε αγανακτήσει από τα μνημόνια. Οταν ο ίδιος κόσμος είδε ότι η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του υπερσκαφάτου Πάνου (στο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Θέμα» σήμερα, Κυριακή, με κόκκινο μπλουζάκι και λευκό σέξι παντελονάκι αρμενίζει τα πέλαγα) τού γύρισε την πλάτη από την άνοιξη του 2016, ήταν μόνο θέμα χρόνου να πέσει από την κυβέρνηση, όποτε κι αν έκανε εκλογές.
Τώρα η κυβέρνηση υφίσταται την πιο ισχυρή και συστηματική φθορά όχι από την παντελώς -η αλήθεια είναι- ακατανόητη πράξη παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη, η οποία αποτελεί ένα ισχυρό πλήγμα στο προφίλ που συστηματικά έχτισε για τη διακυβέρνησή του πρώτα απ’ όλα ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης. Αλλά έως εκεί, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν αποτελεί λόγο απώλειας της κοινοβουλευτικής σταθερότητος.
Η νόμιμη πλην παράδοξη και μη εξηγήσιμη, ειδικά αφού το δέχτηκε και η κυβέρνηση, παρακολούθηση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ πρέπει να διαλευκανθεί, αλλά καθίσταται σαφές ότι δεν είναι το θέμα που θα ρίξει την κυβέρνηση. Και μάλλον δύσκολα θα πείσει κάποιον να ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ, ενώ ήταν έτοιμος να ψηφίσει τη Ν.Δ. Ούτε η κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ άλλαξε γνώμη για τον πρωθυπουργό ή τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το 40% των σημερινών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ αξιολογεί θετικά την κυβέρνηση έναντι 17,8% θετικών αξιολογήσεων για τον ΣΥΡΙΖΑ. Περίπου μια από τα ίδια, δηλαδή, με τις προηγούμενες δημοσκοπήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στην καταλληλότητα των πολιτικών αρχηγών – η οποία φαίνεται ελαφρώς επηρεασμένη από τα γεγονότα.
Η ζωή αναδεικνύει ρεαλιστικά άλλα προβλήματα, μια σειρά από πολύ σοβαρά ζητήματα που απασχολούν, ίσως και κατατρώγουν τους πολίτες στην καθημερινότητά τους. Η ακρίβεια στο ρεύμα και στο φυσικό αέριο, στους λογαριασμούς που πήγαν στα ύψη παρά τη μεγάλη κρατική επιδότηση, οι τιμές των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ και των υπηρεσιών είναι συντριπτικά (με 84,2%) ο πρώτος λόγος ανησυχίας του κόσμου, σύμφωνα με την έρευνα. Επονται πολύ πίσω αλλά ψηλά τα Ελληνοτουρκικά με 36,4%, η εγκληματικότητα, ο πόλεμος, η πανδημία, το Μεταναστευτικό, οι φωτιές και τέλος με 16% οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις.
Και αυτά θεωρώ ότι είναι τα ζητήματα που θα κρίνουν το αποτέλεσμα των εκλογών όποτε κι αν γίνουν, αλλά όχι και της κυβερνησιμότητας της χώρας, αφού ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος οδηγεί πολύ δύσκολα σε αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Το θέμα είναι αν μπορεί η κυβέρνηση και ο κ. Μητσοτάκης να αντιμετωπίσει τους δικαιολογημένους φόβους του κόσμου για την ακρίβεια, να διασφαλίσει τη χώρα από την τουρκική προκλητικότητα που πάντα «κάπου κρύβεται», να αξιοποιήσει το Ταμείο Ανάκαμψης και κυρίως να διατηρήσει αυτό το θετικό επενδυτικό momentum για τη χώρα, που φέρνει φρέσκο χρήμα, νέες δουλειές και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο.