Ένα διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας κι αυτό διαπιστώνεται στο διαρκές έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Μπορεί η ελληνική οικονομία να τα κατάφερε και να άντεξε στις τελευταίες κρίσεις που ταλανίζουν όλες τις χώρες και να εμφανίζει σημαντική ανάπτυξη και προοπτικές για τα επόμενα χρόνια, πλην όμως, είναι αναγκαίο να δοθεί βάρος στην παραγωγή ελληνικών προϊόντων που μπορούν να εξαχθούν και να ισοσκελίσουν, αν μη τι άλλο, τις εισαγωγές που πάντα είναι μεγαλύτερες, πράγμα που σημαίνει κάθε χρόνο φεύγει εκτός συνόρων σημαντικός πλούτος.
Και υπάρχουν πλέον όλες οι δυνατότητες για παραγωγικές επενδύσεις καθώς το επιχειρηματικό περιβάλλον εμφανίζει σημαντική βελτίωση, η γραφειοκρατία και τα αντικίνητρα ελαττώνονται και η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή σημειώνει άλματα. Ναι, οι επενδύσεις είναι αλήθεια πως εμφανίζουν σημαντική αύξηση και όλο και περισσότερες ξένες επιχειρήσεις κυρίως από τον χώρο των νέων τεχνολογιών, εμπιστεύονται τη χώρα και ανοίγουν παραρτήματα των δραστηριοτήτων τους. Όπως και οι επενδύσεις στις δημόσιες υποδομές αλλά και από Έλληνες ιδιώτες που χρησιμοποιούν τα προγράμματα ΕΣΠΑ αλλά και τις δυνατότητες που προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ελάχιστες όμως από αυτές τις επενδύσεις αφορούν σε παραγωγικές επενδύσεις, από τον πρωτογενή τομέα ως τη μεταποίηση. Να καπνίσει κάποιο φουγάρο, που λέγανε παλιά.
Κι αν δεν γίνει αυτό, κάποια στιγμή η ανάπτυξη θα φρενάρει γιατί δεν μπορεί αυτή να στηρίζεται διαρκώς σε ένα μεγάλο ποσοστό, στην κατανάλωση.
Σαφώς και οι άμεσες ξένες επενδύσεις και η ενίσχυση της βιομηχανίας του τουρισμού συντρέχουν στην αύξηση του εθνικού πλούτου, δημιουργούν θέσεις εργασίας και έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό αλλά αυτός ο πλούτος δεν πρέπει να χαραμίζεται στο ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο.
Και μπορεί στα πέτρινα χρόνια των μνημονίων να υπήρχε η δικαιολογία καθώς τότε προείχε η επιβίωση επιχειρήσεων και πολιτών. Τώρα όμως, πρέπει να γίνει προτεραιότητα η ενίσχυση με κίνητρα για παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες πρέπει να διαχωριστούν από άλλου είδους επενδύσεις και να τύχουν ευνοϊκότερου καθεστώτος, τόσο στις επιδοτήσεις του αναπτυξιακού νόμου όσο και φορολογικά.
Η νέα χρονιά ξεκίνησε με καλούς οιωνούς αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να αναμένουμε ίδιες επιδόσεις στην ανάπτυξη, στα έσοδα και στις επακόλουθες παροχές από τα δημοσιονομικά περιθώρια. Αν και το γεγονός ότι βρισκόμαστε λίγους μόνο μήνες πριν τις εκλογές, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως, κατά τα ειωθότα, η κυβέρνηση θα μοιράζει λεφτά με το ελικόπτερο, εν τούτοις με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Λελογισμένες και προδιαγεγραμμένες φαίνονται οι παροχές που λίγο πολύ τις ξέρουμε από τώρα και εφόσον βέβαια δεν έχουμε μεγάλες ανατροπές στην ενεργειακή ή κάποια άλλη κρίση.
Κι αυτό γιατί κατά την κρίση μου, ο Μητσοτάκης πιστεύει με σιγουριά πως αυτός θα είναι τελικά ο νικητής των εκλογών και επομένως δεν θα ήθελε με τίποτα να υποθηκεύσει τη νέα του θητεία με υπερβολικά βάρη από μια άφρονα προεκλογική περίοδο. Το κεντρικό σύνθημά του για την επόμενη τετραετία θα είναι η βελτίωση των εισοδημάτων των πολιτών και η προσέγγιση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Και για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται συνετή διαχείριση των πόρων έτσι ώστε άμεσα να προκύπτει ένα μέρισμα για όλη την κοινωνία και κυρίως για τους εργαζόμενους σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.
Εύχομαι να μη διαψευστώ και να μη δούμε όπως σε άλλες εκλογές όπου επικρατούσε η παράλογη λογική του «δώστα όλα» και τα κόμματα πλειοδοτούσαν σε υποσχέσεις πολλών δισ. και στη συνέχεια διαπίστωναν πως λεφτά δεν υπάρχουν. Κι αν κάτι πρέπει να πιστωθεί στον σημερινό πρωθυπουργό είναι πως τα περισσότερα από αυτά που υποσχέθηκε και παρ’ όλες τις απρόβλεπτες κρίσεις, σε έναν βαθμό τα υλοποίησε.