Τον κατήγγειλε. Τότε και όχι τώρα. Τρία χρόνια πριν. Απευθύνθηκε στις αρμόδιες αρχές. Προσκόμισε τα απαραίτητα στοιχεία, όπως τα πιστοποιημένα ευρήματα από ιατροδικαστή. Τότε και όχι τώρα.
Η καταγγέλλουσα περιέγραψε λέξη-λέξη, όλα όσα υπέστη. Μπορεί να έμοιαζε με έναν οδυνηρό αιώνα η διαδικασία. Δεν σώπασε, δεν κραύγασε. Τον κατήγγειλε για το αδίκημα του βιασμού και της πρόκλησης σωματικής βλάβης. Χειρίστηκε την υπόθεση της καταγγελίας με διακριτικότητα και σοβαρότητα επί 36 μήνες, αναμένοντας τις αποφάσεις των αρμόδιων βελγικών αρχών. Υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας- και η πεποίθησή της όμως ότι «έχει έρθει ο καιρός το αίσθημα ντροπής και ενοχής να μη βαραίνει τα θύματα, αλλά τους δράστες ανάλογων περιστατικών και όσους τους ανέχονται».
Ο καταγγελλόμενος ήταν ευρωβουλευτής, εκλεγμένος στη χώρα της. Θα μπορούσε να είναι κορυφαίο στέλεχος ή χαμηλόβαθμος υπάλληλος στην Κομισιόν, δικαστής, δημοσιογράφος, επιστήμονας, γιατρός, αγρότης, σύμβουλος επιχειρήσεων, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, επιχειρηματίας, ανειδίκευτος εργάτης, εργαζόμενος οπουδήποτε. Η βία δεν έχει χρώμα, ηλικία, κόμμα, επιστημονική κοινότητα, επαγγελματική στέγη, συνδικαλιστική δράση, μουσική προτίμηση. Η βία είναι βία.
Η υπόθεση που κατήγγειλε η Ελένη Χρονοπούλου – η διαρροή του ονόματός της έγινε χωρίς τη συναίνεσή της και αποτελεί από μόνη της μια σοβαρότατη παραβίαση της ιδιωτικότητάς της αλλά και της ποινικής διαδικασίας- σόκαρε τους πάντες. Γυναίκες και άντρες. Και προκάλεσε -αναμενόμενο ήταν- κύματα συζητήσεων, θλιβερών διαπιστώσεων και δημόσιων αντιπαραθέσεων, εδώ καταρχάς, στην πατρίδα της. Μέσα σε όλο αυτό το αποκρουστικό τοπίο μπήκε ξανά το ερώτημα για το αν ήταν ορθή η επιλογή του «σταυρού» για την εκλογή των εκπροσώπων μας στην ευρωβουλή. Ξανακούστηκε το ερώτημα για το αν πρέπει να επιστρέψει η λίστα των υποψηφίων του κάθε κόμματος με τη βούλα του προέδρου. Του αρχηγού, που είχε -όταν ίσχυε η λίστα- το προνόμιο να ορίζει στις εκλόγιμες (και μη) θέσεις τους υποψήφιους του κόμματός του για την ευρωβουλή. Είχε το προνόμιο, αλλά και τη συνολική ευθύνη. Είχε και την πρόθεση να αναζητεί και να καταλήγει στα πρόσωπα μέσα από συλλογικές κομματικές διαδικασίες; Ή το κόμμα αποσυρόταν, αφήνοντας αποκλειστικά το «προνόμιο» στα χέρια του αρχηγού;
Το 2014 καθιερώθηκε η εκλογή των ευρωβουλευτών με σταυρό και μάλιστα σε μία ενιαία εκλογική περιφέρεια, στο σύνολο της Επικράτειας. Αυτομάτως απέκτησαν προβάδισμα τα «λαμπερά» και όχι απαραίτητα τα «λαμπρά» πρόσωπα. Τα ίδια τα κόμματα στράφηκαν -και- στους δημοφιλείς παίκτες για να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ψηφοφόρους. Να μπουν εύκολα σε όλα τα σπίτια με τους κράχτες τους και να εξασφαλίσουν ευκολότερα τη στήριξή τους.
Η αλήθεια είναι ότι ο «σταυρός» δίνει ευρύτερη «νομιμοποίηση» σε εκείνον και εκείνη που θέλουμε να μας εκπροσωπήσει στη βουλή. Ο κάθε πολίτης μπορεί να επιλέξει -να σημειωθεί, μέσα από μια συγκεκριμένη πάλι λίστα στην οποία έχει καταλήξει ο αρχηγός και το κόμμα- τον καλύτερο μαχητή αλλά και τον χειρότερο στο ευρωκοινοβούλιο. Είναι και δική του η ευθύνη. Έχει όμως στην πραγματικότητα να ενημερωθεί εγκαίρως για τις διάφορες και διαφορετικές υποψηφιότητες και να «σταυρώσει» εν τέλει τα κατάλληλα πρόσωπα; Ή πέφτει στη παγίδα του κάθε δημοφιλούς μαγνήτη;
Όσοι πολιτικοί τάσσονται υπέρ της επιστροφής της λίστας, αναγνωρίζουν ότι ο «σταυρός» λειτουργεί πιο εύκολα υπέρ της κινητοποίησης και της ενθάρρυνσης των ψηφοφόρων να προσέλθουν στις κάλπες των ευρωεκλογών. Πιστεύουν ωστόσο ότι με τη λίστα δίνεται ένα τέλος στα «παρατράγουδα», στην εκλογή προσώπων, άσχετων και ενίοτε «επικίνδυνων» για μια σοβαρή αποστολή που είναι πράγματι η πενταετής θητεία στην ευρωβουλή. Σταυρός λοιπόν ή λίστα;
Το ζήτημα δεν είναι άσπρο ή μαύρο. Το ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολεί την πολιτική και τους πολιτικούς μας εν όψει και των ευρωεκλογών τον Μάη του 2024 είναι πως οι πολίτες, στους οποίους απευθύνονται, θα αποκτήσουν τη δυνατότητα να στέλνουν στις ειδικές κορυφαίες αποστολές ανθρώπους με την αναγκαία γνώση, εμπειρία, ειδίκευση, εντιμότητα, συνέπεια, βούληση και αποφασιστικότητα. Ανθρώπους που θέλουν και μπορούν να κινηθούν προς όφελος των πολιτών, στηρίζοντας και προωθώντας τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής κοινότητας. Στην ευρωβουλή χρειάζονται πολιτικοί, καταρτισμένοι επιστήμονες, γνώστες των ραγδαίων εξελίξεων στην Ευρώπη και διεθνώς, οικονομολόγοι που να ξέρουν τι «παίζει» με το Σύμφωνο Σταθερότητας, νομικοί για τη θωράκιση των θεσμών κα. Χρειάζονται ικανοί άνθρωποι, που πράττουν και λογοδοτούν, που δρουν στη βάση συγκεκριμένου πάντα προγραμματικού πλαισίου. Ο ψηφοφόρος αποφασίζει ποιο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο τον καλύπτει. Καιρός όμως είναι τα κόμματα να συζητήσουν και να συμφωνήσουν πως θα προτείνουν τις κατάλληλες και όχι τις «εύκολες» -συνήθως είναι οι δημοφιλείς- λύσεις.
Το σίγουρο είναι ότι η απάντηση δεν είναι απλά ένα «ναι» ή ένα «όχι» στο σταυρό και τη λίστα. Είναι ίσως η αναζήτηση ενός νέου συστήματος εκλογής ευρωβουλευτών, που να στέλνει στην ευρωβουλή εκείνους που μπορούν να ανταποκριθούν στα αυξημένα και απαιτητικά καθήκοντά τους. Για τη βίαιη, αποκρουστική, καταδικαστέα συμπεριφορά ενός ευρωβουλευτή και για τα ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορείται δεν «ευθύνεται» ο τρόπος εκλογής του. Θα ήταν «άλλος» αν είχε εκλεγεί με λίστα; Τα κόμματα στο σύνολό τους, ωστόσο έχουν την ευθύνη να τσεκάρουν διπλά και τριπλά τους εκφραστές τους. Πρόκειται για ζήτημα που αφορά στην ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών.