Ο πόλεμος στην Ουκρανία υποχρέωσε την Ε.Ε. να κάνει επιλογές τις οποίες αναβάλλει επί χρόνια, επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Ηράκλειτου «πόλεμος πατήρ πάντων». Η ενίσχυση της αμυντικής δυνατότητας της Ευρώπης αλλά και η μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία αναδεικνύονται πλέον ως βασικές προτεραιότητες.
Η «στρατηγική αυτονομία» της Ε.Ε., ήτοι η ανάδειξή της ως αυτόνομου πόλου που αντιμετωπίζει σε ίση βάση τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, είχε τεθεί ως στόχος εδώ και χρόνια. Ομως οι προτάσεις αυτές μέχρι την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είχαν ξεφύγει από το στάδιο της γενικολογίας και των ασκήσεων επί χάρτου, με αόριστα memo που αντάλλασσαν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών.
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όμως, οι εξελίξεις κινούνται σε fast forward και οι προτάσεις έφτασαν μέσα σε λίγες μέρες να περιλαμβάνουν σχέδια τα οποία λίγες μέρες πριν θα ήταν αδιανόητα. Χαρακτηριστικό είναι ότι έπεσε πάλι στο τραπέζι η ιδέα -αν και δεν προχώρησε- η έκδοση ομολόγων της Ε.Ε. από κοινού για τη χρηματοδότηση αμυντικών δαπανών, καθώς και ενεργειακών έργων που θα διευκολύνουν την αντικατάσταση των 2/3 του φυσικού αερίου που εισάγει σήμερα η Ευρώπη από τη Ρωσία με άλλα ενεργειακά αγαθά (LNG, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας).
Ορισμένοι αναλυτές και αξιωματούχοι μιλούν για «άλμα» στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, για βήματα που γίνονται σε «γρήγορη κίνηση» υπό την πίεση των ιστορικών γεγονότων που ξεδιπλώνονται μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Αυτό, όμως, που δεν έχει ξεκαθαρίσει είναι εάν η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής δυνατότητας θα γίνει «υπό το ΝΑΤΟ», όπου το πάνω χέρι έχουν οι ΗΠΑ, ή «μαζί με το ΝΑΤΟ» και ποια θα είναι η σχέση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας με την αμερικανική. Ποιος θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος; Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ή τα αμερικανικά συμφέροντα; Πρόκειται για αμυντική και πολιτική χειραφέτηση της Ε.Ε. ή για πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ, απέναντι στη Ρωσία και ενδεχομένως και στην Κίνα;
Ο ρόλος της τελευταίας και οι σχέσεις της με την Ε.Ε. είναι ένα άλλο μεγάλο ερώτημα, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ θεωρούν ξεκάθαρα τη χώρα αυτή στρατηγικό αντίπαλο, αλλά η Ευρώπη έχει διαφορετική στάση και μέχρι σήμερα δεν είχε ακολουθήσει την Ουάσινγκτον στην κατεύθυνση αυτή.
Το μεγάλο δίλημμα για την Ε.Ε. είχε ήδη τεθεί από την εποχή του εμπορικού πολέμου που είχε κηρύξει ο Ντόναλντ Τραμπ στην Κίνα, καθώς η Χώρα του Δράκου είναι εξίσου σημαντικός εμπορικός εταίρος για την Ε.Ε. με τις ΗΠΑ. Τώρα όμως όλα έχουν αλλάξει, καθώς έχουν τεθεί ζητήματα άμυνας, ασφάλειας και γεωπολιτικής, τα οποία βάζουν σε δεύτερη μοίρα τα επιμέρους οικονομικά συμφέροντα.
Μένει ακόμη να φανεί κατά πόσο η ταχεία συσπείρωση των χωρών της Ε.Ε. υπό την ένταση του πολέμου και το ενιαίο μέτωπο που παρουσιάζουν θα αντέξει στον χρόνο και στις φυγόκεντρες τάσεις που δημιουργούν τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα.
Η έμφαση στην άμυνα αναβαθμίζει τον ρόλο της Γαλλίας, ενώ μένει να φανεί πώς θα δέσει στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική το γεγονός ότι η Γερμανία έσπασε το μεταπολεμικό ταμπού και προχωρά πλέον σε κούρσα εξοπλισμών. Στον τομέα της ενέργειας, δεν έχουν όλες οι χώρες την ίδια εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Γερμανία και Ιταλία εξαρτώνται πολύ περισσότερο από εισαγωγές ενέργειας από ό,τι η «πυρηνική» Γαλλία. Κάποια κράτη, όπως η Ισπανία, αλλά και η Ελλάδα, έχουν λιμενικές υποδομές για υποδοχή και αποθήκευση υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), το οποίο προορίζεται να γίνει το βασικό υποκατάστατο του ρωσικού, ενώ άλλες χώρες δεν έχουν καθόλου.
Συνολικά, η ενεργειακή απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια θα κοστίσει ακριβά στην Ευρώπη, ενώ ευνοεί τις ΗΠΑ που έχουν εξελιχθεί σε εξαγωγέα πετρελαίου και φυσικού αερίου και βλέπουν τώρα να ανοίγει μια νέα αγορά.
Η νέα στρατηγική της Ε.Ε. είναι «καλά νέα» για τις πολεμικές βιομηχανίες, την αμερικανική ενεργειακή βιομηχανία και τις μεγάλες πολυεθνικές του πετρελαίου, αλλά μένει να φανεί τι σημαίνει για την Ευρώπη.