To 2022 είναι μια χρονιά που θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μεγάλες αβεβαιότητες.
Η πρώτη αφορά τη μετάλλαξη Όμικρον με τη υψηλή μεταδοτικότητα. Οι περισσότεροι από εμάς θα νοσήσουν και η έκταση της πανδημίας δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τις αντοχές του συστήματος υγείας. Το παρήγορο είναι ότι στη χώρα μας αυξάνονται σταθερά το τελευταίο διάστημα οι εμβολιασμοί, αλλά και η επιστημονική πρόοδος που σημειώνεται διεθνώς όσον αφορά εμβόλια και φάρμακα.
Όλα δείχνουν ότι τελικά θα διαχειριστούμε επιτυχώς τις προκλήσεις της υγειονομικής κρίσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το πρώτο τρίμηνο του νέου χρόνου δεν θα είναι μια δυσάρεστη και δύσκολη περίοδος σε σχέση με την πανδημία.
Εκτός από τον υγειονομικό παράγοντα δεν γνωρίζουμε τις επιπτώσεις της νέας φάσης της πανδημίας στην εφοδιαστική αλυσίδα. Οι ελλείψεις πρώτων υλών και οι ανατιμήσεις προϊόντων θα εκτιμηθούν κατά τους πρώτους μήνες του νέου έτους. Το ενεργειακό κόστος παραμένει σε υψηλά επίπεδα και εκτός από τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών απειλεί να εκτροχιάσει και τις επιχειρήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι προσφάτως οι επικεφαλής της ΤΙΤΑΝ και της ΒΙΟΧΑΛΚΟ μιλώντας σε συνέδριο προειδοποίησαν για άμεσο κίνδυνο λουκέτων σε βιομηχανίες και μεταποιητικές επιχειρήσεις.
Γενικότερα η πανδημία επιτάχυνε την εξέλιξη πολλών θεμάτων, δίνοντας ισχυρή ώθηση στις ψηφιακές υπηρεσίες. Μένει όταν ομαλοποιηθεί η κατάσταση, να διαπιστώσουμε ποιες αλλαγές στη ζωή μας που ήρθαν με την πανδημία ήταν παροδικές και ποιες απέκτησαν μόνιμο χαρακτήρα.
Το 2022 θα έχουμε απαντήσεις και για την απειλή του πληθωρισμού. Η ΕΚΤ υιοθετεί την άποψη ότι οι πιέσεις στις τιμές θα υποχωρήσουν και ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί χαμηλότερα μετά το πρώτο εξάμηνο του 2022. Ωστόσο, υπάρχουν κεντρικοί τραπεζίτες όπως π.χ. της Γερμανίας ή της Πορτογαλίας που προειδοποιούν δημοσίως για τον κίνδυνο του πληθωρισμού. Στο στρατόπεδο αυτό προσχώρησε και ο κεντρικός τραπεζίτης της Σλοβακίας, που υποστήριξε ότι η Ευρωζώνη μπορεί να αντιμετωπίσει υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αν οι πληθωριστικές πιέσεις δεν αποδειχθούν προσωρινές όπως προσδοκά η ΕΚΤ, τότε είναι βάσιμο το ενδεχόμενο να αλλάξει η νομισματική πολιτική και να ξεκινήσει η άνοδος των επιτοκίων.
Επιπλέον στη διεθνή σκηνή η κλιμακούμενη αντιπαλότητα Κίνας – ΗΠΑ είναι εστία ανησυχίας που επιτείνεται και λόγω των ερωτημάτων που υπάρχουν για τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της κινεζικής οικονομίας ή και για το εύρος των προβλημάτων σε επιμέρους οικονομικούς κλάδους, όπως π.χ. ο κατασκευαστικός.