Ο πληθωρισμός (στο 6,2% τον Ιανουάριο από -1,3% τον ίδιο μήνα του 2021), η επικείμενη άνοδος των επιτοκίων, οι τιμές της ενέργειας μαζί με τις ενεργειακές και άλλες επιπτώσεις από την κρίση στην Ουκρανία είναι οι απειλές που μπορεί να αποσταθεροποιήσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Μέχρι τώρα η οικονομία κινείται σε θετικό έδαφος. Το ΑΕΠ κέρδισε το χαμένο έδαφος της πανδημίας, η ανεργία υποχωρεί, οι καταθέσεις αυξάνονται ενώ μετά από χρόνια γίνονται και πάλι ιδιωτικές επενδύσεις από το εξωτερικό.
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Οικονομικών Αναλύσεων της Εθνικής Τράπεζας “το πρωτογενές έλλειμμα το 2021 αναμένεται 1,5% με 2,0% του ΑΕΠ χαμηλότερο από το εκτιμώμενο στον Κρατικό Προϋπολογισμό, συνεισφέροντας, μαζί με την ισχυρή ανάπτυξη, σε σημαντική αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους που εκτιμάται στο 183% του ΑΕΠ το 2022 από 206% το 2020”
Αν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ διατηρηθεί σε καθοδική τροχιά και η οικονομία παρουσιάσει και φέτος ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, ανοίγει ο δρόμος για να αποκτήσει η χώρα – στις αρχές του 2023 το πιθανότερο – επενδυτική βαθμίδα. Αυτό είναι και ο καταλύτης για να προσελκύσει η Ελλάδα περισσότερες ξένες επενδύσεις.
Για να ισχύσει όμως το καλό σενάριο για την οικονομία θα πρέπει να επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες και οι τιμές από τα μέσα του χρόνου και έπειτα, πράγματι να αρχίσουν να υποχωρούν, καθώς η ανισορροπία προσφοράς-ζήτησης που δημιούργησαν οι περιορισμοί λόγω πανδημίας θα μειώνεται με το άνοιγμα των οικονομιών. Αν επιβεβαιωθούν και οι εκτιμήσεις ότι ο κορωνοϊός μετατρέπεται σε ενδημική νόσο και αποφύγουμε άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις, τότε σε συνδυασμό με τις προβλέψεις ότι ο τουρισμός θα φτάσει και θα υπερβεί φέτος τα ρεκόρ του 2019, είναι πιθανό οι οικονομικές επιδόσεις στο δεύτερο εξάμηνο να ξεπεράσουν και πάλι τις προβλέψεις.
Επιπλέον όμως χρειάζεται να ομαλοποιηθούν, έστω εν μέρει, οι συνθήκες στην ενεργειακή αγορά, με τους ειδήμονες να εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες αν αυτό μπορεί να συμβεί μέσα στο τρέχον έτος.
Είναι επίσης σημαντικό ο ιδιωτικός τομέας να προσαρμοστεί στο περιβάλλον των ανοδικών επιτοκίων και οι ελληνικές επιχειρήσεις να εκμεταλλευτούν χωρίς καθυστερήσεις τα χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις.