Παρά το γεγονός ότι «τα πρόσωπα έχουν τη σημασία τους» ειδικά στους μικρότερους δήμους και τις περιφέρειες, οι επιλογές ήταν πάντα «πολιτικές» και τα αποτελέσματα αποτελούσαν ένδειξη ισορροπίας για το κομματικό σύστημα ή προάγγελος ευρύτερων εξελίξεων στο κεντρικό πολιτικό τοπίο. Το βράδυ των αυτοδιοικητικών εκλογών υπήρχαν «νικητές» και «χαμένοι» και γι’ αυτό τα κόμματα, φανερά ή αθόρυβα, έδιναν χρίσμα για να μπορούν να μετρήσουν με σχετική ασφάλεια τις δυνάμεις τους.

Την Κυριακή ήταν η δεύτερη φορά, μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές τον Μάιο του 2019, που προτού κλείσουν οι κάλπες γνωρίζαμε τον ηττημένο. Και αυτός είναι η κεντροαριστερή αντιπολίτευση, είτε εκφράζεται με τον νέο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, είτε με το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη. Με βάση τα αποτελέσματα οι υποψήφιοι που έχουν τη στήριξη των κομμάτων της αντιπολίτευσης όχι μόνο δεν διεκδίκησαν έστω μία νίκη στις 13 περιφέρειες της χώρας ή στους μεγάλους δήμους, αλλά εκπροσωπούνται μόλις σε μια περιφέρεια – αυτή της Θεσσαλίας – στον β’ γύρο, όπου υπάρχουν επαναληπτικές την επόμενη Κυριακή. Εκεί όπου κινδυνεύει η πρωτιά του προτεινόμενου από την κυβέρνηση υποψηφίου τη θέση συνήθως διεκδικεί κάποιος «αντάρτης» της Κεντροδεξιάς.

Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αλλά πουθενά αυτές οι περιπτώσεις δεν εκφράζουν μια ευρύτερη εκλογική τάση που μπορεί να ερμηνευτεί ως αμφισβήτηση της κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το «παιχνίδι» όμως δεν αλλάζει (όπως έγινε με τον Μπέη το 1978 στην Αθήνα ή με τους Εβερτ, Κούβελα, Ανδριανόπουλο το 1986, ακόμη και με τον Καμίνη το 2010, τη Δούρου το 2014), ούτε καν αποκτά διχρωμία ο εκλογικός χάρτης των αυτοδιοικητικών εκλογών.

Οι χαμηλές προσδοκίες της Κεντροαριστεράς στις σημερινές εκλογές αντανακλούν πλήρως τη βαθιά κρίση που περνούν τα κόμματα που την εκφράζουν. Μια κρίση που ξεκίνησε το 2010 από τον Γιώργο Παπανδρέου και το πρώτο μνημόνιο και ολοκληρώθηκε με τη διπλή ήττα του Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές του 2019 και του 2023. Το πρόβλημα της εκλογικής καχεξίας της αντιπολίτευσης δεν σχετίζεται μόνο με την οικονομική και κοινωνική κρίση της περασμένης δεκαετίας. Στη δίνη της ίδιας πολιτικής κρίσης και για τους ίδιους λόγους βρέθηκε και η Κεντροδεξιά, η Νέα Δημοκρατία για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, αλλά κατάφερε να σταθεί ξανά τα πόδια της. Και όχι μόνο κέρδισε την εξουσία δύο φορές με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά κράτησε βαθιές ρίζες σε χώρους όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση, το συνδικαλιστικό κίνημα, η νεολαία, τα πανεπιστήμια και οι κοινωνικοί φορείς.

Εδινε μάχες, κέρδιζε και έχανε, σε συνάρτηση πάντα με το κλίμα στο κεντρικό πολιτικό τοπίο. Το αντίθετο, για την Κεντροαριστερά η Τοπική Αυτοδιοίκηση από τη Μεταπολίτευση και μετά ήταν ένα προνομιακό πεδίο. Περιφέρειες (νομαρχίες παλαιότερα) και μεγάλοι δήμοι δεν «βάφτηκαν» με χρώμα μπλε για ολόκληρες τετραετίες, ακόμη και όταν η Ν.Δ. ήταν κυρίαρχη στην εξουσία. Υπήρξαν στελέχη που έγραψαν Ιστορία σε δήμους και περιφέρειες, ακόμη και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ λεγόταν Συνασπισμός και πάλευε για το 3% στη Βουλή. Τι απέγιναν όλα αυτά τα στελέχη, γιατί δεν υπήρξαν «διάδοχοι» και πού χάθηκε η βαριά κληρονομιά τους; Επαναλαμβάνω, δεν μιλάμε για τις εξαιρέσεις, αλλά για το «χρώμα» και την πολιτική δυναμική.

Κόμμα που δεν διεκδικεί πρωτιές και δεν έχει στελέχη στην Τοπική Αυτοδιοίκηση (γενικώς όπου στήνονται κάλπες) έχει πρόβλημα κι ας μην το ομολογεί. Χάνονται τα ερείσματα στην κοινωνία, η ώσμωση με τον πολίτη, δεν γεννιούνται στελέχη, δεν αναδεικνύονται ηγέτες. Το πρόβλημα της Κεντροαριστεράς δεν είναι μόνο πολιτικό και ιδεολογικό, είναι ευρύτερο και έχει να κάνει με τα πρόσωπα και τις επιλογές τους. Ισως έτσι να εξηγείται η παρακμή της την τελευταία δεκαετία, ίσως γι’ αυτό ένα κόμμα με την ιστορία και τις πολιτικές παρακαταθήκες του ΣΥΡΙΖΑ να έφτασε στον Κασσελάκη.