Γενικά, με όσα έχουν δει τα μάτια μου τις τελευταίες δεκαετίες στην πολιτική ιστορία του τόπου, είμαι πολύ επιφυλακτικός με τους κατά καιρούς θαυματοποιούς που εμφανίζονται στην πολιτική κονίστρα.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως οι βασικοί διεκδικητές της διακυβέρνησης της χώρας, είτε αυτοδύναμα είτε με συνεργασίες, έχουν κατανοήσει πως οι εκλογές κρίνονται πρωτίστως με την τσέπη των πολιτών, με την ευημερία και την ποιότητα ζωής και δευτερευόντως με όλα τα άλλα που αφορούν στη θεσμική λειτουργία του κράτους.
Τα οικονομικά επομένως κυριαρχούν και θα κυριαρχήσουν και σ’ αυτές τις εκλογές και γι’ αυτό ήδη βλέπουμε να αναδιπλώνονται οι υποσχέσεις για καλύτερες μέρες ένθεν κακείθεν με τις κατανοητές διαφοροποιήσεις των κομμάτων ανάλογα με τον εν δυνάμει κοινό τους.
Πάνω στην οικονομία λοιπόν αρχίζει και η σύγκριση των προσώπων κάτι που επιδιώκει ο απερχόμενος πρωθυπουργός αλλά δεν βολεύει και ιδιαίτερα τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης καθώς τα δικά του πεπραγμένα, στην περίοδο της διακυβέρνησής του, δεν είναι δα για μνημόνευση και σύγκριση. Άσχετα αν ο ίδιος υποστηρίζει πως για όλες του τις επιλογές φταίνε τα μνημόνια εν μέσω των οποίων αναγκάσθηκε να κυβερνήσει. Λεπτομέρεια προφανώς για τον ίδιο, αν ήταν απαραίτητο το τρίτο μνημόνιο και πόσο μας στοίχισε αυτό.
Στο σήμερα λοιπόν, έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ και υπόσχεται πως μέσα σε 50 μέρες, αν του δώσει ο λαός μια δεύτερη ευκαιρία, θα μοιράσει αυξήσεις 10% οριζόντια σε όλο τον Δημόσιο τομέα και για τα επόμενα χρόνια θα επαναφέρει την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή ( ΑΤΑ την έλεγε παλιά το ΠΑΣΟΚ).
Οι αυξήσεις αυτές, θα είναι πολύ μεγαλύτερες στα ειδικά μισθολόγια όπως αυτά των υγειονομικών. Τον κατώτατο μισθό από 780 ευρώ θα τον πάει στα 880 μέσα σε 50 μέρες. Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο αντέχουν σε μια νέα αύξηση, μέσα σε μόνο λίγους μήνες, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες ήδη βαρυγκωμούν με την τελευταία αύξηση του Μητσοτάκη στα 780 ευρώ. Επαναφορά της 13ης σύνταξης στους συνταξιούχους μέχρι του ορίου των 1500 ευρώ(προφανώς όσοι παίρνουν 1660 ή 1700 είναι πλούσιοι ) και καταβολή αναδρομικών που φθάνουν σε κάποια δισ. σε όλους τους συνταξιούχους που δεν προσέφυγαν στα δικαστήρια για να δικαιωθούν όπως έκαναν κάποιοι άλλοι, για τις περικοπές που υπέστησαν από ένα δικό του νόμο, αυτόν του Κατρούγκαλου.
Υπόσχεται ακόμα σταμάτημα των πλειστηριασμών με νόμο για την προστασία της πρώτης κατοικίας που θα φέρει άμεσα στη Βουλή. Μέσα στη βεντάλια του οικονομικού του προγράμματος περιλαμβάνεται η μείωση του ειδικού φόρου στα καύσιμα, η μείωση ή και κατάργηση του ΦΠΑ στα τρόφιμα για να κτυπηθεί η ακρίβεια αλλά και η φορολόγηση των κερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων κατά 95%. Θα τους αφήσει μόνο ένα 5% περιθώριο κέρδους!
Αν όλα αυτά σας φαντάζουν ρεαλιστικά και τα αντέχει η οικονομία της χώρας, τότε δεν έχετε παρά να του δώσετε την ευκαιρία να μας το αποδείξει στην πράξη αυτή τη φορά, γιατί την προηγούμενη -με το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης των 10 δισ.- δεν τα πήγε και τόσο καλά.
Από την άλλη, έχουμε να κρίνουμε τον Μητσοτάκη που αυτή την ομολογουμένως δύσκολη τετραετία που κυβέρνησε με τις απανωτές εισαγόμενες κρίσεις, κατάφερε σε μεγάλο βαθμό και ικανοποίησε τις προεκλογικές του υποσχέσεις και είδαν μέσω μείωσης φόρων, εισφορών, επιδομάτων, ενισχύσεων σημαντική αύξηση στο διαθέσιμο εισόδημα τους η πλειονότητα των Ελλήνων. Βρήκαν επίσης δουλειά πάνω από 300.000 συμπολίτες μας, έγιναν πολλές και σημαντικές επενδύσεις, ορθοπόδησε η οικονομία σε βαθμό που οι διεθνείς οργανισμοί να εξαίρουν τη χώρα για τις επιτυχίες της και να την έχουν τοποθετήσει μόλις μισό βήμα πριν την ένταξη της στην επενδυτική βαθμίδα. Δηλαδή στο κλαμπ των χωρών που μπορούν οι διεθνείς επενδυτές να επενδύουν άφοβα δίχως τον κίνδυνο στάσης πληρωμών και χρεοκοπίας.
Και τι μας υπόσχεται στην περίπτωση που αυτός κερδίσει στις εκλογές; Όχι πάντως την Άρτα και τα Γιάννενα. Βελτίωση μεν του βιοτικού επιπέδου σε βάθος τετραετίας και υπό την αίρεση ότι θα συνεχισθεί απρόσκοπτα η ανάπτυξη της οικονομίας. Από την ανάπτυξη δηλαδή θα έρθει η όποια βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος και μόνο όσο επιτρέπουν τα δημοσιονομικά της χώρας. Αντιπαρέρχομαι τις μικρορυθμίσεις όπως η αύξηση του αφορολόγητου για όσους έχουν ανήλικα παιδιά ή τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών καθώς και μικροβελτιώσεις σε υποτομείς της οικονομίας και στα μισθολόγια του Δημοσίου.
Οι παροχές αυτές είναι μετρημένες και προσαρμοσμένες στην υποχρέωσή της χώρας να δημιουργεί από φέτος πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της. Το τι μας βολεύει αλλά και τι είναι ρεαλιστικό για να μην απογοητευτούμε αύριο, είναι στην κρίση του καθενός. Εν κατακλείδι όμως θεωρώ πως η κρίσιμη εκείνη μάζα που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις διαθέτει τον ρεαλισμό και την ορθοκρισία να πάρει τις αποφάσεις που θα μας αφορούν όλους.