Κάνοντας ράλι της τάξης του 70% από τις αρχές του έτους, οι τραπεζικές μετοχές είναι, αναμφίβολα, οι βασικές «πρωταγωνίστριες» της φετινής ξέφρενης πορείας του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες -δηλαδή οι Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τρ. Πειραιώς– υπερ-αποδίδουν αισθητά σε σχέση με τον Γενικό Δείκτη (+42%), προσφέροντας μεγάλες αποδόσεις σε ξένους και Έλληνες μετόχους.
Μάλιστα, κατά γενική ομολογία των επενδυτικών οίκων, τα περιθώρια ανόδου των τραπεζικών μετοχών παραμένουν υψηλά, δεδομένης της «χασούρας» όλων των προηγούμενων ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων οι τέσσερις μετοχές είχαν καθηλωθεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ως απόρροια των διαδοχικών ανακεφαλαιοποιήσεων.
Πλέον, όμως, το story των ελληνικών τραπεζών είναι άρδην διαφορετικό: Η πολιτική σταθερότητα, οι ανθεκτικές επιδόσεις της οικονομίας, η πιστωτική ανάπτυξη, η επιστροφή στην κερδοφορία, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφια επίπεδα, η ανάκτηση της πρόσβασης στις αγορές και η προοπτική της επενδυτικής βαθμίδας συνθέτουν ένα άκρως ευοίωνο σκηνικό.
Σε πολυετή υψηλά
Αποτέλεσμα είναι οι μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να βρίσκονται σήμερα σε πολυετή υψηλά, με τον τραπεζικό δείκτη να «φλερτάρει» με το όριο των 1.100 μονάδων, για πρώτη φορά από το καλοκαίρι του 2017 (υψηλό 6ετίας).
Από την αρχή του έτους, η συνολική μεταβολή κυμαίνεται στο 70%, ενώ μέσα στο τελευταίο 12μηνο το άλμα υπερβαίνει το εντυπωσιακό 130%, με τους επενδυτές να εμπιστεύονται ξανά -έπειτα από πολλά χρόνια- τις προοπτικές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Πειραιώς, η οποία είναι η «πρωταθλήτρια» της φετινής ανόδου, έχοντας εμφανίσει κέρδη κατά 135% μέσα στο 2023 και σκαρφαλώνοντας στα 3,4 ευρώ, δηλαδή το υψηλότερο επίπεδο από την ανακεφαλαιοποίηση του 2021.
Από κοντά ακολουθεί και η Εθνική Τράπεζα, η οποία μετράει άνοδο 67% μέσα στο τρέχον έτος, αναρριχόμενη στα επίπεδα των 6,3 ευρώ, τα οποία αποτελούν υψηλό 7,5 ετών (από τον Δεκέμβριο του 2015).
Παρομοίως, η μετοχή της Eurobank συμπληρώνει αύξηση της τάξης του 55% από τις αρχές του 2023, ανακτώντας τα επίπεδα του 1,6 ευρώ για πρώτη φορά από τον Νοέμβριο του 2015 (υψηλό 7,5 ετών).
Τέλος, η μετοχή της Alpha Bank δίνει αποδόσεις 60% μέσα στο τρέχον έτος, φθάνοντας έως το 1,6 ευρώ, το οποίο συνιστά το υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2020 (υψηλό 3,5 ετών).
Υψηλά τα περιθώρια ανόδου
Παρά τα φετινά «τρελά» κέρδη, πάντως, οι μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν εξαιρετικές, με τους επενδυτικούς οίκους να προβλέπουν περαιτέρω άνοδο, καθώς το «κενό» με τις ευρωπαϊκές τράπεζες δεν έχει γεφυρωθεί ακόμη, ενώ αρκετοί αναλυτές σπεύδουν να χαρακτηρίσουν τις τραπεζικές μετοχές ως «υποτιμημένες» σε σχέση με τους δείκτες μελλοντικής κερδοφορίας.
Η JP Morgan, ενδεικτικά, υπολογίζει ότι οι αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών ανέρχονται στο 0,65x σε όρους τιμής προς ενσωματωμένη λογιστική αξία (P/TBV) και στο 6x σε όρους τιμής προς καθαρά κέρδη (P/E). Το ανοδικό περιθώριο, ως εκ τούτου, είναι περίπου 20% από τις τρέχουσες τιμές – στόχους, οι οποίες καθορίζονται στα 2 ευρώ για την Alpha Bank, στο 1,90 ευρώ για τη Eurobank, στα 7,30 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα και στα 3,90 ευρώ για την Πειραιώς.
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και το τελευταίο report της Morgan Stanley, η οποία περιμένει ακόμη μεγαλύτερες αποδόσεις στο μέλλον, δίνοντας τιμή – στόχο στα 2,11 ευρώ για την Alpha Bank, στα 2,10 ευρώ για την Eurobank, στα 7,71 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα και στα 4,27 ευρώ για την Πειραιώς.
Κερδοφορία και… ΤΧΣ
Έχοντας ήδη προεξοφλήσει ένα μεγάλο μέρος των θετικών εξελίξεων στην ελληνική οικονομία, οι αναβαθμισμένες προοπτικές των συστημικών τραπεζών, σε μεγάλο βαθμό, αντανακλούν τις προσδοκίες των επενδυτών σε δύο μεγάλα μέτωπα του χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Το πρώτο αφορά τα αποτελέσματα του β’ τριμήνου, τα οποία θα ξεκινήσουν να δημοσιεύονται στα τέλη του Ιουλίου. Οι αναλυτές προσβλέπουν σε διατήρηση της ανθεκτικής κερδοφορίας, χάρη στη βιώσιμη πιστωτική ανάπτυξη, τα υψηλά έσοδα από τόκους και το χαμηλό κόστος καταθέσεων. Μάλιστα, η ανάκαμψη των κερδών έχει ήδη «ανοίξει» την όρεξη στις διοικήσεις, ώστε να μοιράσουν τα πρώτα μερίσματα.
Το δεύτερο αφορά το σχέδιο της κυβέρνησης για την αποεπένδυση του ελληνικού δημοσίου. Οι εμπλεκόμενες πλευρές φέρεται να έχουν συμφωνήσει σε έναν οδικό χάρτη, με ορίζοντα το 2025, σύμφωνα με τον οποίο η συμμετοχή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στα μετοχικά κεφάλαια θα μηδενιστεί σταδιακά.
Ας σημειωθεί ότι το ΤΧΣ, αυτήν την στιγμή, διατηρεί το 40,3% της Εθνικής Τράπεζας, το 27% της Τρ. Πειραιώς, το 9% της Alpha Bank και το 1,4% της Eurobank.
Ο αστερίσκος
Φυσικά, σ’ όλα τα παραπάνω θα πρέπει να βάλουμε έναν μικρό αστερίσκο. Κι αυτός σχετίζεται άρρηκτα με τους κινδύνους που εξακολουθούν να ελλοχεύουν στο εξωτερικό.
Η πιθανότητα ύφεσης της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής οικονομίας, η έντονη μεταβλητότητα στις διεθνείς αγορές, οι νομισματικές εξελίξεις στις κεντρικές τράπεζες και η πιθανότητα για ένα νέο τραπεζικό ατύχημα, ανάλογο της Silicon Valley Bank, αποτελούν παράγοντες, οι οποίοι δύνανται να «φρενάρουν» ή να ανακόψουν το ράλι των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, οι εγχώριες τράπεζες φαίνεται ότι πλέον διαθέτουν τα «όπλα» και τους αμυντικούς μηχανισμούς, προκειμένου να αντεπεξέλθουν σε πιθανές εξωγενείς αναταράξεις, ενώ απαλλαγμένες από τα βαρίδια του παρελθόντος έχουν όλα τα εχέγγυα, ώστε να προχωρήσουν μπροστά και να αποτελέσουν τον βασικό πυλώνα στην επόμενη ημέρα του ελληνικού χρηματιστηρίου.
Διαβάστε ακόμα
«Κυνηγός ταλέντων» ο Γάλλος δισεκατομμυριούχος Πινό – Ετοιμάζει νέο deal 7 δισ. δολ.
Πλειστηριασμοί: Στις… εκπτώσεις η «πινακοθήκη» του Παναγιώτη Νίκα (pics)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ