Το ξεπούλημα των μετοχών ήταν γενικό χθες, στη Μαύρη Δευτέρα των χρηματιστηρίων λόγω κορωνοϊού και πολέμου τιμών στο πετρέλαιο.
Δεν πουλούσαν, όμως, όλοι. Κάποιοι αγόρασαν και είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με έναν από τους διαχειριστές επενδύσεων που έδωσαν χθες κάποιες εντολές αγορών, για λογαριασμό πελατών επενδυτικής τράπεζας που εδρεύει στην Ελβετία.
Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι που στήριξαν τις επενδυτικές κινήσεις του;
Όπως μας εξήγησε η εκτίμησή του ήταν ότι η αγορά θα υποχωρήσει κι άλλο, αλλά η πτώση θα περιοριστεί στο 25-30% και δεν θα φτάσει το 50% όπως είχε συμβεί το 2008.
Αυτό σημαίνει ότι, εάν πάρουμε ως «βαρόμετρο» το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ο βασικός δείκτης S&P500 μπορεί να υποχωρήσει μέχρι τις 2.500-2.600 μονάδες. Ο δείκτης αυτός έκλεισε το βράδυ της Δευτέρας στις 2.746 μονάδες, περίπου 19% χαμηλότερα από το υψηλό των 3.386 μονάδων που είχε καταγράψει στις 19 Φεβρουαρίου.
Όπως μας εξήγησε ο εν λόγω διαχειριστής, η τεχνική ανάλυση δείχνει ότι η πτώση που ήρθε «φτιάχνει τις γραμμές», που σημαίνει ότι τα διαγράμματα δείχνουν ότι είναι πιθανή μια άνοδος η οποία μπορεί να κινηθεί προς τις 4.000 μονάδες του S&P500, ιδιαίτερα εάν επιβεβαιωθεί ο «πάτος» των 2.500-2.600 μονάδων.
Με βάση τα παραπάνω οι εντολές αγορών πρέπει να δίνονται πριν τον «πάτο» διότι ποτέ δεν μπορεί κάποιος να τον προσδιορίσει, ενώ το πιθανότερο είναι ότι όλα αυτά θα γίνουν πολύ γρήγορα.
Βέβαια, το καλό σενάριο θα υλοποιηθεί εάν βελτιωθεί το «κλίμα», αφού οι προσδοκίες για τα θεμελιώδη μεγέθη, σύμφωνα με τον ίδιο άνθρωπο, έχουν επιδεινωθεί. Η κυρίαρχη πρόβλεψη πλέον είναι για ύφεση των μεγάλων οικονομιών στο πρώτο εξάμηνο και για ζημιές στους ισολογισμούς των εταιρειών -ενώ μέχρι πρότινος η πρόβλεψη ήταν για στασιμότητα στα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων.
Η εκτίμησή του, όμως είναι ότι μόλις η αγορά «χωνέψει» τις νέες αυτές εκτιμήσεις, θα φύγει και ο πανικός.
Η πτώση των τιμών, πάντως, ήταν συντονισμένη σε όλα τα χρηματιστήρια τη «Μαύρη Δευτέρα» καθώς επενδυτές, κυβερνήσεις και αναλυτές από όλο τον κόσμο συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι οι οικονομικές επιπτώσεις του κορωνοϊού είχαν υποεκτιμηθεί, ενώ, όπως όλα δείχνουν, θα είναι σημαντικές -αν και άγνωστου μεγέθους, εξ ου και η αβεβαιότητα.
Στην αβεβαιότητα ήρθε να προστεθεί και το πρόβλημα του πολέμου τιμών για το πετρέλαιο, μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας, το οποίο μεγεθύνεται μέσα στην ευρύτερη αβεβαιότητα που υπάρχει για τις αγορές και την οικονομία.
Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και πρωτοφανές και -το χειρότερο- με άγνωστες συνέπειες αφού η επιστημονική κοινότητα αγνοεί ακόμα πώς θα εξελιχθεί η επιδημία.
Ο πόλεμος τιμών πετρελαίου σημαίνει ζημιές για μεγάλες εταιρείες του κλάδου, για τις τράπεζες που έχουν δανείσει τις τελευταίες, αλλά και για πολλές εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα, ενώ η πτώση των τιμών του «μαύρου χρυσού» ενισχύει τους φόβους για ύφεση.
Η κατάσταση αυτή ενδεχομένως να υπεραντισταθμίσει την καλή πλευρά του φτηνού πετρελαίου, που είναι το χαμηλότερο κόστος ενέργειας για καταναλωτές και επιχειρήσεις.