Η ζήτηση για δολάρια παγκοσμίως αυξάνεται, τη στιγμή που η προσφορά μειώνεται, καθώς η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ έχει προχωρήσει σε μεγάλη αύξηση επιτοκίων και εγκαταλείπει την νομισματική χαλάρωση εφαρμόζοντας πλέον νομισματική σύσφιξη.
Μπορεί η κατάσταση αυτή να δημιουργήσει συνθήκες «αποστράγγισης» (squeeze) για το αμερικανικό νόμισμα; Και τι θα σημάνει αυτό για την αγορά του «ευρωδολαρίου»;
Ορισμένοι αναλυτές, μεταξύ των οποίων ο Jeff Snyder, ο Brent Johnson της Santiago Capital, αλλά και ο Έλληνας Μιχάλης Νικολέτος προβλέπουν ότι οι νέες συνθήκες θα οδηγήσουν σε συνθήκες έλλειψης αμερικανικών δολαρίων που μπορεί να δημιουργήσουν παγκόσμια κρίση ρευστότητας και ότι η τάση αυτή θα γίνει πιο ορατή τους επόμενους μήνες.
The #US has a weapon that can’t be matched by anyone, the #USD. The only thing the US needs to do is starve the world of US #dollars. Something it has already started doing. First by raising interest rates, then by Quantitative Tightening (#QT) and now by its huge budget…
— Michael Nicoletos (@mnicoletos) November 4, 2023
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει αναλυτική μελέτη του αναλυτή, συμβούλου επενδύσεων και διαχειριστή κεφαλαίων για πολλά χρόνια Μιχάλη Νικολέτου, με τίτλο «Το χρονικό μιας επερχόμενης “αποστράγγισης” ρευστότητας σε δολάρια».
Ο Νικολέτος υπογραμμίζει ότι οι πρόσφατες αλλαγές στην οικονομική στρατηγική των ΗΠΑ επισπεύδουν την έλλειψη αμερικανικών δολαρίων σε παγκόσμια κλίμακα – μια τάση που, αν και διαφαίνεται ήδη, αναμένεται να εκδηλωθεί πιο ορατά τους επόμενους μήνες, καθώς ο αντίκτυπος των πολιτικών αυτών κατά κανόνα γίνεται αισθητός με χρονική υστέρηση.
Προβλέπει επίσης ότι εάν η τρέχουσα πορεία της πολιτικής των ΗΠΑ συνεχιστεί, θα εμφανιστεί έντονη έλλειψη ρευστότητας σε δολάρια ΗΠΑ, πιθανότατα διεθνώς, οδηγώντας την τιμή του δολαρίου ΗΠΑ πολύ υψηλότερα. Γινόμαστε -επισημαίνει- μάρτυρες πολιτικών που ουσιαστικά επαναπατρίζουν δολάρια ΗΠΑ για τη χρηματοδότηση των διευρυνόμενων εγχώριων ελλειμμάτων, ένας μηχανισμός που μπορεί να επιδεινώσει τις οικονομικές πιέσεις για τις χώρες που εξαρτώνται από τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όπως κατ΄εξοχήν η Κίνα, καθώς και εκείνες που επιβαρύνονται με αυξημένο χρέος σε δολάρια ΗΠΑ.
Δολάριο πίσω από το 90% των αγοραπωλησιών
Στη μελέτη αναλύεται η σημασία που έχει το αμερικανικό νόμισμα για τις διεθνείς συναλλαγές, καθώς σύμφωνα με έκθεση της BIS (Δεκέμβριος 2022) ενώ οι παγκόσμιες διεθνείς συναλλαγές γίνονται σε περισσότερα από 50 νομίσματα, οι αγοραπωλησίες συναλλάγματος πραγματοποιούνται σε λίγα μόνο σημαντικά νομίσματα. Σχεδόν το 80% του συνόλου των αγοραπωλησιών συναλλάγματος πραγματοποιείται στα πέντε κέντρα συναλλαγών συναλλάγματος. Ο μέσος ημερήσιος κύκλος εργασιών με το δολάριο ΗΠΑ στη μία πλευρά της συναλλαγής ήταν 6,6 τρισεκατομμύρια δολάρια – αυξημένος κατά 14% από 5,8 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2019, σύμφωνα με τη μεταβολή του συνολικού κύκλου εργασιών. Αυτό σημαίνει ότι το δολάριο ΗΠΑ βρισκόταν στη μία πλευρά του 90% όλων των αγοραπωλησιών συναλλάγματος.
Ο Νικολέτος αναλύει επίσης ότι οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων έχουν γίνει πιο ελκυστικά από τα επιτόκια καταθέσεων, επειδή οι τράπεζες δεν μπορούν να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων με την ίδια ταχύτητα, επομένως το χρήμα παγκοσμίως εισέρρευσε σε Αμοιβαία Κεφάλαια Διαθεσίμων (Money Market Funds MMFs) τα οποία επενδύουν σε βραχυπρόθεσμους χρεωστικούς τίτλους, όπως έντοκα γραμμάτια του αμερικανικού Δημοσίου. Ως αποτέλεσμα, οι παγκόσμιες καταθέσεις σε δολάρια ΗΠΑ άρχισαν να εγκαταλείπουν το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα και να πηγαίνουν στα MMFs. Αυτό προκάλεσε δύο ζητήματα: α) δημιούργησε πρόβλημα ρευστότητας για τις τράπεζες, ξένες και εγχώριες, οι οποίες ενδέχεται να αναγκαστούν να πουλήσουν αμερικανικά κρατικά ομόλογα με ζημία (δεδομένου ότι οι τιμές τους έχουν πέσει λόγω της αύξησης των επιτοίων), και β) αποστράγγισε περαιτέρω την παγκόσμια ρευστότητα σε δολάρια ΗΠΑ, καθώς όλοι έσπευσαν να αγοράσουν ΜΜFs για να επωφεληθούν από τη διαφορά των επιτοκίων.
To «κλειδί», σύμφωνα με τον Νικολέτο είναι ότι η FED έχει θέσει στη διάθεση των αμερικανικών τραπεζών το BTFP (Bank Term Funding Program), με την οποία παρέχει ρευστότητα σε επιλέξιμα πιστωτικά ιδρύματα, έναντι κατάθεσης ως ενεχύρου αμερικανικών ομολόγων, στα οποία δεν γίνεται «κούρεμα» ακόμα κι αν η τιμή τους στην αγορά έχει πέσει χαμηλά, όπως συμβαίνει τώρα λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Με τον τρόπο αυτό, οι ΗΠΑ φρόντισαν να προστατεύσουν τις αμερικανικές εμπορικές τράπεζες, αποδεχόμενες τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα ως ασφάλεια στην ονομαστική τους αξία. Έτσι, ακόμη και αν τα ομόλογα είναι υπό διαπραγμάτευση με τιμή 90 και μια αμερικανκή τράπεζα πρέπει να τα πουλήσει με τεράστια ζημία για λόγους ρευστότητας, δεν θα χρειαστεί πλέον να το κάνει.
Όμως, η διευκόλυνση αυτή δεν ισχύει για πιστωτικά ιδρύματος χωρίς δραστηριότητες στις ΗΠΑ, και τούτο δημιουργεί αυξημένο ρίσκο για την αγορά των «ευρωδολαρίων».
Τα «ευρωδολάρια»
Η αγορά ευρωδολαρίων είναι μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά στην οποία κατατίθενται, δανείζονται και γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης δολάρια ΗΠΑ, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρά το όνομά της, ο συνήθης ορισμός του ευρωδολαρίου είναι κάθε δολάριο ΗΠΑ που κατατίθεται σε τράπεζα εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών (όχι μόνο στην Ευρώπη). Πρόκειται για μια αποκεντρωμένη αγορά, που σημαίνει ότι δεν ρυθμίζεται από καμία κυβερνητική υπηρεσία.
Η αγορά ευρωδολαρίων ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν οι ρωσικές τράπεζες άρχισαν να διατηρούν δολάρια ΗΠΑ σε ευρωπαϊκές τράπεζες. Το έκαναν αυτό για να αποφύγουν τους αμερικανικούς κανόνες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα χρήματα μπορούσαν να μετακινούνται εντός και εκτός της χώρας. Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η αγορά πολλαπλασιάστηκε επειδή στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις «άρεσαν» τα υψηλότερα επιτόκια και οι λιγότεροι κανόνες σε σύγκριση με τις ΗΠΑ.
Κατά την περίοδο της συμφωνίας του Bretton Woods, η οποία προσπαθούσε να διατηρήσει την αξία του αμερικανικού δολαρίου και της βρετανικής λίρας σε ένα συγκεκριμένο εύρος τιμών, η αγορά ευρωδολαρίων έγινε ένας τρόπος για τις τράπεζες να παρακάμπτουν τους κανόνες που είχαν θεσπιστεί.
Ο διάσημος οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν διαπίστωσε ότι η μετακίνηση δολαρίων ΗΠΑ στο εξωτερικό για καλύτερες αποδόσεις δημιουργούσε νέα προσφορά χρήματος εκτός των ΗΠΑ. Αυτή η αύξηση σταματά μόνο όταν οι τράπεζες ξεμείνουν από χρήματα για να δανείσουν, συχνά λόγω των κανόνων σχετικά με το κεφάλαια που πρέπει να διακρατούν ως αποθεματικό.
Σήμερα, η αγορά ευρωδολαρίων χρησιμοποιείται από ένα ευρύ φάσμα συμμετεχόντων, συμπεριλαμβανομένων τραπεζών, επιχειρήσεων, κυβερνήσεων και ιδιωτών. Αποτελεί ζωτικό μέρος του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, παρέχοντας μια πηγή ρευστότητας και χρηματοδότησης για το διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις.
Η BIS εκτιμά ότι η αγορά ευρωδολαρίων αντιπροσωπεύει πάνω από το 40% της παγκόσμιας αγοράς εξωχρηματιστηριακού συναλλάγματος και πάνω από το 20% της παγκόσμιας αγοράς παραγώγων. Αυτό καθιστά την αγορά ευρωδολαρίων μία από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες χρηματοπιστωτικές αγορές στον κόσμο.
Διάφορες πηγές την υπολογίζουν από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια έως και 20 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Το μεγάλο ρίσκο
Το ενδιαφέρον και το μεγάλο ρίσκο, το οποίο υποδεικνύει ο Νικολέτος στη μελέτη του είναι ότι όλα αυτά τα τραπεζικά ιδρύματα (εκτός ΗΠΑ) που αποτελούν μέρος της αγοράς ευρωδολαρίων και που έχουν συμμετάσχει σε αυτή τη διαδικασία δεν περιλαμβάνονται σε σε δικαιοδοσίες που καλύπτονται με συμφωνίες swap για παροχή ρευστότητας σε δολάρια τις οποίες έχει συνάψει η FED, ούτε προστατεύονται από το πρόγραμμα τραπεζικής χρηματοδότησης (Bank Term Funding Program – BTFP) οπότε σε περίπτωση που εκδηλωθεί πράγματι το dollar squeeze , ένα μεγάλο μέρος της αγοράς αυτής δεν θα έχει την κάλυψη από τις συμφωνίες που έχει συνάψει η FED.
H Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει συνάψει συμφωνίες για τη δημιουργία γραμμών ανταλλαγής ρευστότητας κεντρικών τραπεζών με έξι ξένες κεντρικές τράπεζες. Αυτές είναι η Τράπεζα του Καναδά, η Τράπεζα της Αγγλίας, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η Ελβετική Εθνική Τράπεζα και η Τράπεζα του Μεξικού στο πλαίσιο της συμφωνίας NAFA.
Κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, οι γραμμές swap της Ομοσπονδιακής Τράπεζας αποδείχθηκαν καθοριστικές για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Eάν εκδηλωθεί μια παγκόσμια κρίση ρευστότητας, όπως συνέβη το 2007, μόνο έξι κεντρικές τράπεζες διαθέτουν πλέον γραμμή swap με τη FED για την παροχή ρευστότητας σε δολάρια ΗΠΑ.
Διαβάστε ακόμη
Σαρωτικές αλλαγές: Τρόφιμα, ποτά και… παγωτά με τεχνητή νοημοσύνη και αλγόριθμους
IRIS: Πώς καταργεί τις προμήθειες για καταναλωτές και επιχειρήσεις
Πώς ο πρώην βοηθός του Μπιλ Γκέιτς είναι ο 5ος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ