Οταν ανεβαίνει η αξία ενός νομίσματος, συνήθως αυτό εκλαμβάνεται ως ένδειξη ενίσχυσης της οικονομίας που αντανακλά την εμπιστοσύνη των επενδυτών και ενισχύει το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.
Η ανατίμηση του ρουβλιού όμως από τον περασμένο Μάρτιο ίσως αποδειχθεί ως κακό νέο για τη Ρωσία και τον πρόεδρο Πούτιν.
Το ρωσικό νόμισμα έχει κάνει άλμα 40% έναντι του δολαρίου από τις 24 Φεβρουαρίου, ημερομηνία εισβολής στην Ουκρανία, με ένα δολάριο να αντιστοιχεί σε 60,28 ρούβλια.
«Η απάντηση της οικονομικής πολιτικής της Μόσχας επικεντρώθηκε στην ενίσχυση της τοπικής εμπιστοσύνης και στον έλεγχο της εκροής κεφαλαίων, αλλά δεν στόχευε στην επίμονη ενίσχυση του ρουβλιού», δήλωσε στο BusinessInsider ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING για τη Ρωσία, Dmitry Dolgin .
«Η γρήγορη ανάκαμψη του ρουβλιού στα προπολεμικά επίπεδα ήταν ευπρόσδεκτη, αλλά η μετέπειτα ανατίμηση στην πραγματικότητα δεν εξυπηρετεί».
Το ρούβλι έπεσε σε ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου αμέσως μετά την εισβολή, καθώς οι δυτικές χώρες έσπευσαν να επιβάλουν κυρώσεις στο τραπεζικό σύστημα της Ρωσίας και να παγώσουν τα συναλλαγματικά της αποθέματα.
Αλλά τα επακόλουθα μέτρα κατά της κρίσης που έλαβε η Μόσχας- αύξηση των επιτοκίων από 9,5% σε 20% και απεριόριστες ενέσεις ρευστότητας για τις τράπεζες – μπορεί στην πραγματικότητα να έσπρωξαν το νόμισμα πολύ ψηλά, σύμφωνα με αναλυτές.
Ένα ισχυρό ρούβλι βλάπτει τη Ρωσία ροκανίζοντας τα έσοδά της από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα οποία τροφοδοτούν περίπου το 45% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού της, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας.
Και τα δύο αυτά εμπορεύματα αποτιμώνται σε δολάρια ή σε άλλα νομίσματα εκτός του ρουβλιού, στις διεθνείς αγορές. Έτσι, όταν η Ρωσία μετατρέπει τα έσοδά της ξανά σε ρούβλια, για να ξοδέψει σε πράγματα όπως οι συντάξεις, μια υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία σημαίνει ότι χάνει χρήματα.
Τον Ιούλιο, η Τράπεζα της Ρωσίας μείωσε τα επιτόκια κατά 150 μονάδες βάσης στο 8%, φέρνοντάς τα κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα.
«Βλέπουμε την κεντρική τράπεζα να μειώνει επιθετικά τα επιτόκια σε μια προσπάθεια να αμβλύνει την πίεση στο νόμισμα», δήλωσε στο Insider ο Craig Erlam, αναλυτής αγοράς στον χρηματιστή συναλλάγματος OANDA.
Εν τω μεταξύ, η Μόσχα φέρεται να εξετάζει ένα σχέδιο να δαπανήσει έως και 70 δισεκατομμύρια δολάρια για την αγορά κινεζικού γουάν και άλλων «φιλικών» νομισμάτων, τα οποία ελπίζει ότι θα περιορίσουν την άνοδο του ρουβλιού.
Ωστόσο, η ικανότητά της να βρίσκει εμπορικούς εταίρους στο συνάλλαγμα έχει παρεμποδιστεί σημαντικά από τις δυτικές κυρώσεις, σύμφωνα με τον Dolgin της ING.
Οι κυρώσεις πάγωσαν περίπου το ήμισυ του συνόλου των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Ρωσίας, αξίας 640 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Επιπλέον, ορισμένες ρωσικές τράπεζες αποκλείστηκαν από το σύστημα ανταλλαγής οικονομικών μηνυμάτων SWIFT, το οποίο στηρίζει τις διεθνείς μεταφορές χρημάτων, ακόμη και για το εμπόριο.
Η άνοδος του ρουβλιού οδήγησε σε «συζητήσεις για πιθανή αποκατάσταση των αγορών συναλλάγματος της κυβέρνησης σε φιλικά νομίσματα και ενδεχόμενο κρατικό δανεισμό σε συνάλλαγμα σε φιλικές χώρες BRICS», δήλωσε ο Dolgin στο Insider.
«Αυτές οι προσπάθειες ήταν ανεπιτυχείς μέχρι στιγμής, καθώς ο λογαριασμός κεφαλαίου της Ρωσίας παραμένει αποκλεισμένος από εξωτερικές κυρώσεις», πρόσθεσε.
Αυτό σημαίνει ότι η ταχεία ανατίμηση του ρουβλιού θα μπορούσε στην πραγματικότητα να είναι ένα σημάδι ότι οι δυτικές κυρώσεις διαταράσσουν τελικά τη ρωσική οικονομία, σε μια πλήρη αντιστροφή της επίσημης γραμμής του Κρεμλίνου.
Διαβάστε ακόμη:
Ενεργειακή ακρίβεια: Ετοιμάζουν μόνιμο μηχανισμό επιδοτήσεων ηλεκτρικού ρεύματος