Με μια δύσκολη εξίσωση, η λύση της οποίας μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στα υπερκέρδη και την καταστροφή στις αγορές, μοιάζει πλέον το θέμα της εμφάνισης του πληθωρισμού στην παγκόσμια οικονομία.
Οι κεντρικές τράπεζες, μέχρι στιγμή, δηλώνουν ανοιχτά ότι δεν φοβούνται ότι η άνοδος του πληθωρισμού -που ήδη καταγράφεται στις ΗΠΑ- θα έχει διάρκεια και επομένως δεν σκοπεύουν να αλλάξουν τη χαλαρή νομισματική πολιτική των χαμηλών επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης (το λεγόμενο “τύπωμα χρήματος”).
Αν, όμως, αποδειχθεί ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες κάνουν λάθος, αυτό μπορεί να σημάνει κραχ στις αγορές ομολόγων, που θα επεκταθεί στα χρηματιστήρια και εν τέλει και στην πραγματική οικονομία.
Και το βέβαιο είναι ότι τον εφησυχασμό των κεντρικών τραπεζιτών δεν συμμερίζονται οι πάντες, καθώς σημαίνοντες οικονομολόγοι, όπως ο Λάρι Σάμερς, υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Μπιλ Κλίντον, αλλά και Μοχάμεντ Ελ Έριαν, οικονομικός σύμβουλος του ασφαλιστικού κολοσσού Allianz, προειδοποιούν ότι τα πράγματα ίσως να είναι διαφορετικά.
Ο μεν Σάμερς δηλώνει ανοιχτά ότι είναι “αδύνατον” να μην εμφανιστεί ισχυρός πληθωρισμός με τις μεγάλες επενδυτικές και καταναλωτικές δαπάνες που πραγματοποιεί η αμερικανική κυβέρνηση, ενώ ο Ελ Εριάν σε πρόσφατο άρθρο του παρομοίασε τον εφησυχασμό που επικρατεί σήμερα στις αγορές, με την παραγνώριση του επενδυτικού κινδύνου που έκαναν οι επενδυτικές τράπεζες λίγο πριν το κραχ του 2008.
Το απόγευμα της Πέμπτης, τα στοιχεία για την απασχόληση στην Αμερική έδειξαν ότι η ανεργία υποχωρεί, πράγμα που σημαίνει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις ευνοούνται και πιθανόν η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (FED) να αναγκαστεί τελικά να “σφίξει” τη νομισματική πολιτική, αντίθετα με τη στάση που έχει κρατήσει μέχρι τώρα.
Ο πρόεδρος της FED δηλώνει μέχρι στιγμής ότι ο πληθωρισμός θα είναι προσωρινός καθότι οφείλεται κυρίως στο άνοιγμα της αγοράς μετά την πανδημία, την απότομη ανάκαμψη της ζήτησης σε συνδυασμό με τις ελλείψεις στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών, καθώς η αλυσίδα εφοδιασμού έχει πληγεί λόγω της πανδημίας.
Στο εσωτερικό της FED, όμως, σύμφωνα με τις πληροφορίες που γίνονται γνωστές, ορισμένα μέλη έχουν διαφορετική άποψη και πιστεύουν ότι πρέπει να αρχίσει η συζήτηση για σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης, το λεγόμενο tapering (σταδιακός περιορισμός των αγορών ομολόγων που πραγματοποιεί η FED με τις οποίες διοχετεύει ρευστότητα στην αγορά).
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο κάποιες επιμέρους ρυθμίσεις της νομισματικής πολιτικής, αλλά αφορά στην ισορροπία της παγκόσμιας οικονομίας, στην κρίσιμη φάση σταδιακής επανόδου από την πανδημία.
Δεν λείπουν και πολύ πιο κινδυνολογικές προσεγγίσεις για τον κίνδυνο να χάσει σταδιακά τον πρωταγωνιστικό του ρόλο το δολάριο, λόγω του κακού χειρισμού της κατάστασης από τις νομισματικές αρχές και την κυβέρνηση.
Μόλις προχθές, οι Financial Times δημοσίευσαν άρθρο με τίτλο “Ο θάνατος του δολαρίου”, με αναφορές στην κριτική που γίνεται για τους χειρισμούς της FED αλλά και της κυβέρνησης.
Η μεν κυβέρνηση Μπάιντεν εξαπολύει ένα μεγάλο πρόγραμμα κρατικών δαπανών για επενδύσεις και για εισοδηματικές ενισχύσεις, οι οποίες έχουν οικονομική αλλά και πολιτική στόχευσης.
Η κυβέρνηση των Δημοκρατικών θέλει να ενισχύσει την αγορά και τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, όχι μόνο χάριν της οικονομικής ανάκαμψης, αλλά και για να εκτονώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια η οποία θεωρείται ότι ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησε στην εισβολή στο Καπιτώλιο προ μηνών.
Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ότι η FED, με τη χαλαρή νομισματική πολιτική σιγοντάρει την οικονομική πολιτική Μπάιντεν και δεν βιάζεται να αποσύρει τα μέτρα στήριξης, καθώς κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με την κυβερνητική πολιτική.
Αυτό ακριβώς είναι και το σημείο στο οποίο εστιάζουν την κριτική τους ορισμένοι αναλυτές, αλλά και επιχειρηματίες, ανάμεσα στους οποίους και ο γνωστός δισεκατομμυριούχος Στάνλεϊ Ντρουκενμίλερ, που προ εβδομάδων “προφήτεψε” ότι μέσα σε 15 χρόνια το δολάριο θα έχει χάσει τη θέση του ως βασικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Η πρόβλεψη αυτή εδράζεται στην εκτίμηση ότι όσο η FED ολιγωρεί στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ο τελευταίος θα διαβρώσει την αξία του δολαρίου, αλλά και την αξιοπιστία της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, με αποτέλεσμα να μειώνονται σταδιακά και τα κίνητρα διακράτησης του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος.
Διαβάστε ακόμη
Γεμάτο φοροαπαλλαγές το νέο Ε1 του «κορωνοϊού»
Το παρασκήνιο του mega deal ρεκόρ των 2 δισ. για την Chipita και η επόμενη μέρα
Τhink Silicon: Η νέα επένδυση που τοποθετεί την Ελλάδα στον χάρτη της τεχνολογικής πρωτοπορίας