Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέφρασε αυξημένη εμπιστοσύνη για την καθοδική πορεία του πληθωρισμού στη συνεδρίαση του Απριλίου, σύμφωνα με τον Κονσταντίν Βέιτ της PIMCO, καθώς οι διαταραχές προσφοράς συνεχίζουν να αντιστρέφονται και οι κίνδυνοι για τις προοπτικές του πληθωρισμού εξισορροπούνται. Τα πρόσφατα μισθολογικά στοιχεία, παράλληλα, δεν υποδηλώνουν σημαντικούς ανοδικούς κινδύνους για τις τελευταίες μακροοικονομικές εκτιμήσεις της ΕΚΤ.
Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, εάν τα νέα στοιχεία, ιδίως σε σχέση με τους μισθούς και τα εταιρικά κέρδη, επιβεβαιώσουν σε γενικές γραμμές το σενάριο που η ΕΚΤ προέβλεψε τον Μάρτιο, η κεντρική τράπεζα θα αρχίσει να χαλαρώνει την νομισματική της πολιτική.
Δεδομένης της αντίδρασης της ΕΚΤ η οποία βασίζεται στις προοπτικές για τον πληθωρισμό, την υποκείμενη δυναμική του και τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία, ο Βέιτ και οι αναλυτές της εταιρείας αναμένουν ότι μια μείωση των επιτοκίων τον Ιούνιο φαίνεται όλο και πιο πιθανή.
Οι εξελίξεις αυτές ακολουθούν τη συνεδρίαση του Μαρτίου, όταν το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ άρχισε να συζητά τη μείωση της περιοριστικής της στάσης, αλλά δεν ήταν ακόμη αρκετά σίγουρο και εξέφρασε την επιθυμία να συνεχίσει περαιτέρω στην αποπληθωριστική προσπάθειά του.
Μόλις η ΕΚΤ αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια, ο Βέιτ και οι συνεργάτες του αναμένουν ότι θα προχωρήσει προσεκτικά με τα συμβατικά βήματα των 25 μονάδων βάσης. Κατά τη διάρκεια του κύκλου μείωσης, οι αποφάσεις πιθανότατα θα εξαρτηθούν από τα μακροοικονομικά δεδομένα ενώ θα ληφθούν από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.
Παράλληλα, η ΕΚΤ είναι απίθανο να δεσμευτεί εκ των προτέρων για μια συγκεκριμένη πορεία επιτοκίων. Η αγορά τιμολογεί επί του παρόντος 80% πιθανότητα για μείωση τον Ιούνιο, περίπου 75 μονάδες βάσης για το τρέχον έτος και ένα τελικό επιτόκιο γύρω στο 2,5% στο τέλος του 2025.
Ο υποκείμενος πληθωρισμός γενικά υποχωρεί. Σχεδόν όλες οι μετρήσεις που παρακολουθεί η ΕΚΤ υποχωρούν και το εύρος των μετρήσεων έχει περιοριστεί σημαντικά. Ενώ οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών εξακολουθεί να είναι επίμονος, αφού παραμένει αμετάβλητος τους τελευταίους πέντε μήνες στο 4%. Σύμφωνα με την πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, ένας σημαντικός δείκτης της ΕΚΤ για τον εγχώριο πληθωρισμό εξακολουθεί να βρίσκεται στο 4,5%.
Αυτές οι επιμέρους πιέσεις αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό την ισχυρή αύξηση των μισθών, καθώς τα μισθολογικά δεδομένα συνεχίζουν να προσπαθούν να υπερκαλύψουν την πληθωριστική αύξηση των περασμένων ετών. Επιπροσθέτως, η σφιχτή αγορά εργασίας έχει υποδείξει ανθεκτικότητα, με το ποσοστό ανεργίας να παραμένει σε χαμηλό επίπεδο ρεκόρ.
Η απασχόληση αυξήθηκε σωρευτικά κατά τη διάρκεια του 2023, ακόμη και όταν η οικονομία παρέμεινε στάσιμη, ενώ οι επιχειρήσεις συνέχισαν να συσσωρεύουν εργατικό δυναμικό. Αυτό μείωσε την παραγωγικότητα και ανέβασε το μοναδιαίο κόστος εργασίας.
Το αν αυτές οι πιέσεις στις τιμές αντανακλούν απλώς την υστέρηση των μισθών, των τιμών των υπηρεσιών και τον χαρακτήρα της παραγωγικότητας ή σηματοδοτούν πιο επίμονες πληθωριστικές πιέσεις, παραμένει θέμα ανοιχτό προς συζήτηση, όπως τόνισε ο Βέιτ.
Η ΕΚΤ θέλει να επιβεβαιώσει ότι οι μισθοί αυξάνονται πράγματι με τρόπο ο οποίος είναι συμβατός με την επίτευξη του βιώσιμου πληθωριστικού στόχου του 2%. Η αύξηση των αποδοχών ανά εργαζόμενο υποχώρησε στο 4,6% το δ’ τρίμηνο του περασμένου έτους, ελαφρώς κάτω από την πρόβλεψη του Μαρτίου της ΕΚΤ.
Η αύξηση των μισθών υπό διαπραγμάτευση, η οποία αντιπροσωπεύει τη μερίδα του λέοντος της αύξησης των αποδοχών ανά μισθωτό, μειώθηκε επίσης το δ’ τρίμηνο. Παρομοίως, ο εμπροσθοβαρής δείκτης μισθών της ΕΚΤ δείχνει τα πρώτα σημάδια χαλάρωσης των μισθολογικών πιέσεων.
Στη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Ιούνιο, όπως υποστηρίζει ο Βέιτ, οι ρυθμιστές θα έχουν στα χέρια τους μια επικαιροποιημένη δέσμη μακροοικονομικών στοιχείων η οποία θα ρίξει φως στο κατά πόσον οι προοπτικές για τον πληθωρισμό του Μαρτίου εξακολουθούν να ισχύουν, ενώ θα γίνει πιο ξεκάθαρο το αν οι εκτιμήσεις συνεχίζουν να προβλέπουν μια διαρκή επιστροφή στον πληθωριστικό στόχο μέχρι τα μέσα του 2025.
Επιπλέον, οι επικαιροποιημένες εκτιμήσεις αυτές θα παρέχουν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την ισχύ της ανάκαμψης και την πιθανή κατεύθυνση της αγοράς εργασίας, κάτι το οποίο θα υποδείξει και τις συνέπειες για τους μισθούς, τα κέρδη και την παραγωγικότητα.
Τα κέρδη των επιχειρήσεων αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 50% του αποπληθωριστή του ΑΕΠ το δ’ τρίμηνο του 2022 ενώ το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε μόλις 20% ένα χρόνο αργότερα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως αναφέρει η ανάλυση της PIMCO, οι επιχειρήσεις ενδέχεται να ανακτήσουν την δύναμη της τιμολόγησής τους καθώς η οικονομία ανακάμπτει.
Παρομοίως, η ΕΚΤ αναμένει ότι η ανάκαμψη της ζήτησης, εφόσον διευκολυνθεί από την καλύτερη αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού, θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά οι απώλειες παραγωγικότητας για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο διαρθρωτικές.
Tα τελευταία χρόνια, η ΕΚΤ έχει οικοδομήσει τις επιλογές της γύρω από τρία κριτήρια: τις πληθωριστικές προοπτικές, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Τώρα, με το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής του πληθωρισμού να έχει ξεπεραστεί και τις μακροοικονομικές προβλέψεις να γίνονται και πάλι πιο ακριβείς, η ΕΚΤ φαίνεται να ανακτά σταδιακά την εμπιστοσύνη στα στοιχεία της.
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, το 2023 σημειώθηκε μείωση κατά περίπου 70% της μέσης απόκλισης των εκτιμήσεων των εμπειρογνωμόνων σε σχέση με το 2022. Ενώ το τρέχον πλαίσιο νομισματικής πολιτικής θα παραμείνει πιθανότατα επίκαιρο για αρκετό καιρό, οι σχετικές σταθμίσεις που αποδίδονται στους παραπάνω παράγοντες θα εξετάζονται και θα προσαρμόζονται τακτικά.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ο Βέιτ και οι συνεργάτες του αναμένουν πως οι εμπροσθοβαρείς πληροφορίες θα ανακτήσουν σταδιακά την εξέχουσα θέση που κατείχαν στην εξίσωση των εκτιμήσεων της ΕΚΤ.
Οι εκτιμήσεις του Μαρτίου των εμπειρογνωμόνων έδειχναν ήδη σύγκλιση του γενικού και του βασικού πληθωρισμού προς τον πληθωριστικό στόχο της κεντρικής τράπεζας. Παρ’ όλα αυτά, δεδομένης της έμφασης στις προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων της, η ΕΚΤ είναι πιθανό να μετατοπίσει την εστίασή της από τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής της πολιτικής στην πραγματική οικονομία.
Αυτό, με τη σειρά του, υποδηλώνει μία σχετική ευκολία για την ΕΚΤ όσον αφορά τη μετάβασή της σε μια πιο ουδέτερη νομισματική πολιτική.
Διαβάστε ακόμη
Η ΕΚΤ δεν μπορεί να αγνοήσει τις κινήσεις της Fed, τονίζουν οι αναλυτές
Martin Thelle: Η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να αυξήσει 6% το ελληνικό ΑΕΠ (γραφήματα)
Μιχάλης Τσαμάζ: «Φεύγω στην ιδανική συγκυρία για τον ΟΤΕ»
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ