Τις θετικές εξελίξεις που αντικατοπτρίζει το ελληνικό Χρηματιστήριο την τελευταία διετία ανέλυσαν κατά τη διάρκεια του 26ου ετήσιου Capital Link Forum Invest in Greece με τίτλο «Greece – Speeding Ahead Post Investment Upgrade» στελέχη μεγάλων διεθνών οίκων, σε πάνελ για τις επενδυτικές ευκαιρίες στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Συντονίστρια της συζήτησης ήταν η κα. Σοφία Γρηγοριάδου, επικεφαλής Νομικών Υπηρεσιών – PwC | Vizas – Grigoriadou & Partners Law Firm και ομιλητές οι κκ. Αναστάσιος Αστυφίδης, Founder & CEO– Ambrosia Capital, Στέφανο Κόντε, Managing Director, Head of Southern Europe ECM–Barclays, Σέζαρ Ραμίρεζ, Executive Director, Head of Market Classification, Index Management Research– MSCI και Ηλίας Κάντζος, CEO της NBG Securities.
Στην ομιλία της η κα Σοφία Γρηγοριάδου τόνισε:
«Το Capital Link στη Νέα Υόρκη συγκεντρώνει και φέτος αυτή την εποχή εκπροσώπους της κυβέρνησης, ελληνικές εταιρείες και διεθνείς επενδυτές για να συζητήσουν την ελληνική οικονομία και τις επενδύσεις στην Ελλάδα.
Μετά την εξαιρετική ανάπτυξη του Ελληνικού Χρηματιστηρίου το 2023, οι σημαντικές συναλλαγές συνεχίστηκαν και το 2024, μεταξύ των οποίων και η μεγαλύτερη εξαγορά στην ιστορία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου ύψους €3,2δισ.
Το πάνελ μας συζήτησε τις επενδυτικές ευκαιρίες στου Ελληνικού Χρηματιστηρίου από τη σκοπιά των ελληνικών εταιρειών και των διεθνών επενδυτών.
Ο στόχος για το 2025 και επέκεινα είναι περισσότερες εισηγμένες εταιρείες να κεφαλαιοποιήσουν τα καλά αποτελέσματα και τη σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας, να επεκτείνουν τη διασπορά τους και να προσελκύσουν νέους ξένους επενδυτές. Οι νέες προϋποθέσεις του Κανονισμού του Χρηματιστηρίου για τη διασπορά στοχεύουν ακριβώς στην προώθηση της συναλλακτικής δραστηριότητας στην ελληνική κεφαλαιαγορά και στην αναβάθμιση του επενδυτικού προφίλ των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών. Από τη σκοπιά της βαθμίδας του ελληνικού χρηματιστηρίου, η ελληνικά κεφαλαιαγορά έχει κάνει σημαντική πρόοδο ως προς το μέγεθος, τη ρευστοποίηση και το κανονιστικό πλαίσιο.
Ως προς τις πιθανές προκλήσεις από το περιφερειακό και το διεθνές περιβάλλον, ιστορικά οι ελληνικές εταιρείες έχουν επιδείξει εξαιρετική αντοχή. Κατά την άποψή μου, η πολύ καλή ανάπτυξη και το καλό επενδυτικό κλίμα που έχει δομηθεί τα τελευταία χρόνια δικαιολογούν την αισιοδοξία ότι ο στόχος θα επιτευχθεί στο εγγύς μέλλον»
Ο κ. Αναστάσιος Αστυφίδης τόνισε: «Η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει ανθεκτικότητα και συνεχή ανάπτυξη για ακόμη μια χρονιά, παρά τις προκλήσεις σε όλο το ευρωπαϊκό τοπίο. Το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί σταθερά κατά 2,0-2,5% μεσοπρόθεσμα, ξεπερνώντας τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης. Αυτή η ανάπτυξη οφείλεται κυρίως στον ισχυρό σχηματισμό κεφαλαίου και, σε μικρότερο βαθμό, στην ιδιωτική κατανάλωση. Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη σε πειθαρχημένες δημοσιονομικές πολιτικές που στοχεύουν στον περιορισμό των δαπανών μετά την πανδημία.
Το Υπουργείο Οικονομικών έχει υπερβεί τους φιλόδοξους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος, αξιοποιώντας την οικονομική δυναμική για τη μείωση του δημόσιου χρέους από 200,6% του ΑΕΠ το 2021 σε 162,6% έως το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Η αγορά εργασίας, που στο παρελθόν ήταν ευάλωτη, παρουσίασε αξιοσημείωτη βελτίωση, με την ανεργία να έχει υποχωρήσει κάτω από το 10% τα τελευταία δύο χρόνια, παρουσιάζοντας μείωση 3%.
Ο τουρισμός στην Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά ιστορικού υψηλού για το 2024, με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να αγγίζουν το εντυπωσιακό υψηλό των 5,9 δισεκατομμύρια ευρώ μόνο το δεύτερο τρίμηνο — ετήσια αύξηση 10%. Οι προοπτικές είναι ελπιδοφόρες, καθώς η επέκταση της τουριστικής σεζόν, οι αναδυόμενοι προορισμοί και οι επενδύσεις σε πολυτελή ξενοδοχεία και θέρετρα θέτουν τον τουρισμό σε τροχιά διαρκούς ανάπτυξης.
Αυτή η πρόοδος δεν πέρασε απαρατήρητη από τους οίκους αξιολόγησης. Η Scope Ratings ξεκίνησε τη διαδικασία απόδοσης επενδυτικής βαθμίδας στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 2023, ακολουθούμενη από εγκρίσεις από τους Standard&Poor’s, Morningstar DBRS και Fitch. Ενώ ο Moody’s δεν έχει ακόμη ακολουθήσει, πρόσφατα αναβάθμισε την Ελλάδα κατά δύο βαθμίδες, τοποθετώντας τη χώρα μόλις ένα βήμα μακριά από μια αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας. Οι ελληνικές τράπεζες επίσης επωφελήθηκαν από αυτή την ανοδική τροχιά, με ορισμένες να ξεπερνούν την αξιολόγηση του δημοσίου. Για παράδειγμα, ο Moody’s αξιολογεί τώρα τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σε Baa2, σε σύγκριση με το Ba1 της κυβέρνησης.
Το Χρηματιστήριο Αθηνών αντικατοπτρίζει αυτές τις θετικές εξελίξεις, με τον βασικό δείκτη της αγοράς να σημειώνει άνοδο 63% από το 2022, ξεπερνώντας το κέρδος 6,5% του Stoxx 600. Ωστόσο, το 2024 είχε μια πιο μέτρια απόδοση αφήνοντας την αγορά σε πιο ελκυστική αποτίμηση από ό,τι πριν από ένα χρόνο. Ο κύριος λόγος είναι η σημαντική άντληση κεφαλαίων μέσω συναλλαγών στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά συμπεριλαμβανομένης της πρώτης δημόσιας εγγραφής εδώ και χρόνια. Από την αρχή του χρόνου έως σήμερα, οι επενδυτές σε ελληνικές μετοχές έχουν τοποθετήσει επιπλέον 4,3 δισ. ευρώ μέσω πρωτογενών και δευτερογενών προσφορών.
Κοιτάζοντας στο μέλλον, η πιθανή αναβάθμιση του ΧΑΑ σε ανεπτυγμένη αγορά θα μπορούσε να είναι μεταμορφωτική. Αυτή η αλλαγή, ωστόσο, πρέπει να αντιμετωπιστεί στρατηγικά, καθώς μια νέα βάση επενδυτών θα χρειαστεί να εξοικειωθεί με τις ελληνικές μετοχές και οι ροές από παθητικά κεφάλαια ενδέχεται να είναι σημαντικές. Ο FTSE Russell έχει τοποθετήσει την Ελλάδα στη λίστα παρακολούθησης του για πιθανή αναβάθμιση, με την απόφαση να αναμένεται τον Μάρτιο του 2025. Η MSCI, ο μεγαλύτερος πάροχος, δεν έχει κάνει ακόμη παρόμοια ανακοίνωση.
Παρά το απρόβλεπτο παγκόσμιο γεωπολιτικό κλίμα, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων πολιτικών αλλαγών στις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία, οι προοπτικές για την ελληνική αγορά παραμένουν αισιόδοξες. Οι ελληνικές τράπεζες επιταχύνουν την αναπλήρωση κεφαλαίων ενώ προσφέρουν ελκυστικές αποδόσεις για τους μετόχους. Ταυτόχρονα, οι εταιρείες προχωρούν φιλόδοξα, μετασχηματιστικά επιχειρηματικά σχέδια διατηρώντας παράλληλα ισχυρή κερδοφορία, υπογραμμίζοντας την ανθεκτικότητα και τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας»
Ο κ. Σέζαρ Ραμίρεζ, Global Head of Market Classification, δήλωσε: «Την τελευταία δεκαετία, η ελληνική αγορά μετοχών έχει σημειώσει πρόοδο σε μέγεθος, ρευστότητα και προσβασιμότητα, δείχνοντας τις δυνατότητές της να ευθυγραμμιστεί πιο στενά με τα παγκόσμια πρότυπα.
Κατά τη διάρκεια συζήτησης για την ταξινόμηση της αγοράς, ο κ. Ραμίρεζ τόνισε τη δέσμευση της MSCI να αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την εξέλιξη της ελληνικής αγοράς μέσω των δεικτών της. Σημείωσε ότι η προσαρμοσμένη κεφαλαιοποίηση αγοράς έχει αυξηθεί κατά 35% τα τελευταία δέκα χρόνια, με την Ελλάδα να αντιπροσωπεύει πλέον στάθμιση 4,5% στον δείκτη MSCI Emerging Markets.
Τόνισε επίσης τα βήματα για την αντιμετώπιση της προσβασιμότητας στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των βελτιώσεων στον δανεισμό μετοχών, στις ανοικτές πωλήσεις και στη δυνατότητα μεταφοράς, που υπήρξαν καταλύτης για μεταρρυθμίσεις. Οι ρυθμιστικές εξελίξεις, όπως αυτές βάσει του Κανονισμού για τα Κεντρικά Αποθετήρια Τίτλων (CSDR), έχουν βελτιώσει την υποδομή εκκαθάρισης και διακανονισμού της Ελλάδας, διασφαλίζοντας την στενότερη ευθυγράμμιστη της με διεθνή πρότυπα. Ενώ ορισμένες μεταρρυθμίσεις βρίσκονται ακόμη υπό υλοποίηση, ο κ. Ramirez αναγνώρισε τον ρόλο των Ελληνικών αρχών στην αντιμετώπιση των προκλήσεων προσβασιμότητας και την προώθηση ανάπτυξης.
Σημείωσε ευκαιρίες για περαιτέρω ενίσχυση του μεγέθους, της ρευστότητας και την πλήρη υιοθέτηση πρόσφατων μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, επαίνεσε την ελληνική αγορά μετοχών για τα σημαντικά της βήματα και την πολλά υποσχόμενη τροχιά της προς την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα. Τέλος, επανέλαβε ότι η MSCI παραμένει αφοσιωμένη στη συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέρη, στη διεξαγωγή ολοκληρωμένων διαβουλεύσεων και στη διασφάλιση της διαφάνειας στις αποφάσεις που επηρεάζουν τις ταξινομήσεις της αγοράς».
Ο κ. Ηλιας Κάντζος τόνισε: «Στην Εθνική Χρηματιστηριακή πιστεύουμε ότι υπάρχουν ακόμα αρκετοί καταλύτες που θα μπορούσαν να συντηρήσουν την θετική πορεία των Ελληνικών μετοχών και την επόμενη χρονιά. Κατ’ αρχήν, το υποστηρικτικό μακροοικονομικό περιβάλλον, με προεξέχουσα την συνεχιζόμενη δημοσιονομική υπεραπόδοση, ενισχύει τα περιθώρια για περαιτέρω αναβαθμίσεις της αξιολόγησης του Ελληνικού χρέους την επόμενη διετία 2025-2026.
Επιπλέον, η απόκτηση της Επενδυτικής Βαθμίδας (Investment Grade) σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα – που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την διατήρηση του ενδιαφέροντος των επενδυτών, έχουν ωφελήσει τόσο την πραγματική οικονομία όσο και την Ελληνική Κεφαλαιαγορά. Εν συνεχεία, η επιστροφή της εμπιστοσύνης των επενδυτών, η οποία καταγράφεται και στην ισχυρή ζήτηση για Ελληνικά περιουσιακά στοιχεία στις πρόσφατες εμβληματικές συναλλαγές, η ενίσχυση της χρηματιστηριακής ρευστότητας και η αύξηση των επενδυτικών ροών σε συνέχεια της Επενδυτικής Βαθμίδας, οι ελκυστικές αποτιμήσεις τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους, μπορούν να παρέχουν στήριξη ακόμα και στην περίπτωση αυξημένης νευρικότητας των διεθνών αγορών.
Κυρίως όμως, η ανθεκτικότητα της εταιρικής κερδοφορίας (ιδιαίτερα των εταιριών του μη χρηματοοικονομικού κλάδου), η οποία αποτυπώνεται στις υψηλές μερισματικές αποδόσεις, που συχνά ξεπερνούν τις αντίστοιχες ευρωπαϊκών ομοειδών εταιριών, ενισχύει περαιτέρω την ελκυστικότητα της Ελληνικής αγοράς. Αν και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αυτοί οι καταλύτες είναι ήδη αποτιμημένοι σε κάποιον βαθμό στα τρέχοντα επίπεδα, πιστεύουμε ότι συνεχίζουν να τροφοδοτούν θετικά το αφήγημα της Ελληνικής οικονομίας, διατηρώντας τις Ελληνικές μετοχές στο επίκεντρο των επενδυτών για ακόμη μια χρονιά».
Διαβάστε ακόμη
ΗΠΑ: Ρεκόρ τριετίας για την αισιοδοξία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (διάγραμμα)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα