Η περίοδος αύξησης των επιτοκίων δείχνει να έχει φτάσει στο τέλος της, αλλά η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ «φυσάει και το γιαούρτι» για τα επιτόκια και συνεχίζει να παριστάνει το «γεράκι», τη στιγμή που ο Αμερικανός ομόλογός της Τζερόμ Πάουελ γίνεται «περιστέρι».
Την προηγούμενη εβδομάδα, τόσο η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα (Federal Reserve) όσο και η ΕΚΤ άφησαν αμετάβλητα τα επιτόκιά τους. Αλλά ενώ ο πρόεδρος της πρώτης, Τζερόμ Πάουελ, έδωσε «σήμα» ότι μέσα στο 2024 θα προχωρήσει σε μειώσεις επιτοκίων η Κριστίν Λαγκάρντ φρόντισε να δηλώσει με έμφαση ότι «δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μειώσουμε την επιφυλακή μας», επιδιώκοντας να μειώσει τις προσδοκίες για επικείμενη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Ο κύριος λόγος της επιφυλακτικότητας της προέδρου της ΕΚΤ είναι ότι η κεντρική τράπεζα είχε πέσει έξω στις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό το 2021 και είχε καθυστερήσει να ξεκινήσει τις αυξήσεις επιτοκίων διακηρύσσοντας τότε ότι ο πληθωρισμός ήταν «παροδικός». Το αποτέλεσμα ήταν ότι το φαινόμενο έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις, ενώ τρώθηκε σοβαρά και η αξιοπιστία της ΕΚΤ.
Η προσπάθεια όμως της Κριστίν Λαγκάρντ να αντισταθμίσει τη χαλαρότητα και την αβελτηρία του 2021-2022 με αυστηρότητα το 2023 τροφοδοτεί και κριτική, από οικονομολόγους και αξιωματούχους που λένε ότι σήμερα η αυστηρή νομισματική πολιτική μπορεί να «φρενάρει» την οικονομία της ευρωζώνης, η οποία ήδη «σέρνεται».
Με άλλα λόγια η κριτική είναι ότι ενώ από τα τέλη του 2021 η ΕΚΤ θα έπρεπε να είχε «διαβάσει» την άνοδο του πληθωρισμού και να υιοθετήσει «γερακίσια» τακτική, με σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και αύξηση επιτοκίων, δεν το έκανε. Αλλά και σήμερα, που αντιστρόφως η ΕΚΤ θα πρέπει να γίνει «περιστέρι» και να αρχίσει να χαλαρώνει η νομισματική πολιτική για να μην «πνιγεί» η οικονομία, και πάλι δεν το κάνει.
Επιπλέον η ΕΚΤ ανακοίνωσε και ότι πρόκειται να μειώσει την ποσότητα χρήματος που είναι σε κυκλοφορία, αντιστρέφοντας την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης (το λεγόμενο «τύπωμα χρήματος») που εφήρμοσε τα τελευταία χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ πρόκειται να ξεκινήσει την πώληση κρατικών ομολόγων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων έκτακτης ανάγκης (PEPP), αρχής γενομένης από το δεύτερο εξάμηνο του 2024, με ρυθμό 7,5 δισ. ευρώ μηνιαίως.
Οι πωλήσεις ομολόγων, η λεγόμενη «ποσοτική σύσφιξη» είναι το αντίθετο από το «τύπωμα χρήματος» («ποσοτική χαλάρωση») που έκανε στη διάρκεια της κρίσης η ΕΚΤ, όταν δημιουργούσε καινούριο χρήμα και με αυτό αγόραζε ομόλογα από την ελεύθερη αγορά. Με τον τρόπο αυτό το νέο χρήμα διοχετευόταν στην αγορά.
Με τις πωλήσεις ομολόγων η ΕΚΤ θα κάνει το αντίστροφο, θα μειώνει την ποσότητα χρήματος στην οικονομία, καθώς τα χρήματα που θα εισπράττει από τις πωλήσεις των ομολόγων θα αφαιρούνται από την κυκλοφορία.
Το ρίσκο, επομένως, για την ΕΚΤ είναι να επιμείνει σε σφιχτή νομισματική πολιτική υπό το φόβο ότι μπορεί να αναζοπυρωθούν οι πληθωριστικές πιέσεις ενώ το πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας θα είναι η στασιμότητα.
Ως προς τον πληθωρισμό οι τελευταίες εκτιμήσεις της ΕΚΤ είναι ότι ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 5,4% το 2023, στο 2,7% το 2024, στο 2,1% το 2025 και στο 1,9% το 2026. Σε σύγκριση με τις προηγούμενες προβλέψεις του Σεπτεμβρίου, υπήρξαν αναθεωρήσεις προς τα κάτω τόσο για το 2023 όσο και για το 2024.
Για το ΑΕΠ, οι εκτιμήσεις είναι ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης φέτος θα αυξηθεί κατά 0,6-0,8%, τη στιγμή που στις ΗΠΑ η αύξηση θα είναι μεταξύ 2 και 2,4%.
Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι βασικό μέλημα της Fed και ο πρόεδρός της την περασμένη εβδομάδα τόνισε ότι η ανάπτυξη της οικονομίας έχει επιβραδυνθεί σημαντικά και ότι τα υψηλότερα επιτόκια ασκούν πιέσεις και στις πάγιες επενδύσεις των επιχειρήσεων. Η αγορά εργασίας παραμένει σφιχτή αλλά γίνεται σταδιακά πιο ισορροπημένη, κάτι που θα ασκήσει καθοδικές πιέσεις στις τιμές, εξήγησε και φρόντισε να σημειώσει ότι οι μειώσεις επιτοκίων αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των αξιωματούχων της Fed στη συνεδρίαση.
Το αποτέλεσμα των ανακοινώσεων της Fed και οι προσδοκίες ότι μέσα στο 2024 θα προχωρήσει σε δύο ή και τρεις μειώσεις επιτοκίων είχε ως αποτέλεσμα η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού κρατικού ομολόγου που θεωρείται σημείο αναφοράς για το κόστος δανεισμού σε όλο τον κόσμο, να υποχωρησει κάτω από το 4% για πρώτη φορά από τον Αύγουστο.
Αλλά και άλλες αγορές κρατικών ομολόγων εκαναν δραματική «στροφή» τις τελευταίες ημέρες, με την απόδοση του 10ετούς Bund της Γερμανίας να διολισθαίνει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων εννέα μηνών, καθώς η τιμή του εκτοξεύτηκε προς τα πάνω.
Μόλις στις αρχές Νοεμβρίου, οι αγορές προετοιμάζονταν για μια παρατεταμένη περίοδο αυξημένου κόστους δανεισμού, καθώς οι κεντρικές τράπεζες συνέχιζαν τη μάχη τους για την τιθάσευση του πληθωρισμού. Όμως, οι ανακοινώσεις της Fed την περασμένη Τετάρτη θεωρήθηκαν από πολλούς ως η πιο επίσημη ένδειξη ότι το “υψηλότερα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα” είχε τελειώσει.
Μέχρι την Παρασκευή, οι αγορές έδειχναν ότι προσδοκούν έξι μειώσεις των αμερικανικών επιτοκίων το 2024 – αρχής γενομένης ήδη από τον Μάρτιο. Εάν οι προβλέψεις αυτές γίνουν πραγματικότητα το κόστος δανεισμού στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου από το σημερινό εύρος του 5,25 έως 5,5% θα πέσει σε περίπου 3,9%.
Ορισμένοι αναλυτές, πάντως, σημειώνουν ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ εξακολουθεί να απέχει πολύ από τον μακροπρόθεσμο στόχο της Fed για το 2% – πράγμα που σημαίνει ότι τα επιτόκια είναι απίθανο να μειωθούν γρήγορα.
Διαβάστε ακόμη
Η μεγάλη επιστροφή της ελληνικής μεταποίησης – Αποκαλυπτική μελέτη
Google: Αυτό είναι το εργαλείο που μπλοκάρει cookies τρίτων
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ