Οι κορυφαίες τράπεζες της Ευρώπης είναι απίθανο να αντιμετωπίσουν το είδος του καθοδικού σπιράλ που ανάγκασε την Credit Suisse Group AG «να πέσει στην αγκαλιά» της μεγαλύτερης ελβετικής ανταγωνίστριάς της UBS το Σαββατοκύριακο, σύμφωνα με την Moody’s Investors Service.
Κανένας από τους 11 τραπεζικούς κολοσσούς της Ευρώπης, στις οποίες περιλαμβάνονται η Deutsche Bank και η BNP Paribas, δεν παρουσιάζει τις «αδυναμίες του πιστωτικού προφίλ που οδήγησαν στην απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών και των καταθετών» στην Credit Suisse, οι οποίες συσσωρεύτηκαν επί σχεδόν δύο χρόνια, ανέφερε η Moody’s σε έκθεσή της που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και μέρος της οποίας δημοσιεύει το αμερικανικό Bloomberg.
Οι ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές και τα ομόλογα είναι επιβάτες στο «τρενάκι του τρόμου» τις τελευταίες εβδομάδες εν μέσω των προβλημάτων της Credit Suisse και η χρεοκοπία πολλών μεσαίων τραπεζών στις ΗΠΑ επέτεινε τη μεταβλητότητα που προκλήθηκε από την απότομη άνοδο των επιτοκίων. Οι τραπεζίτες και οι ρυθμιστικές αρχές έχουν προσπαθήσει να πείσουν τους επενδυτές ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα με αυτές τις επιχειρήσεις, αφού έχουν έχουν προχωρήσει σε αναδιαρθρώσεις και έχουν βελτιώσει τη διαχείριση των κινδύνων.
«Οι τράπεζες που ξεκίνησαν δαπανηρές και σε βάθος ασκήσεις αναδιάρθρωσης έχουν σε μεγάλο βαθμό ολοκληρώσει τη διαδικασία», έγραψαν αναλυτές της Moody’s, μεταξύ των οποίων ο Μάικλ Ρορ στη Φρανκφούρτη, στην έκθεση, η οποία επικεντρώθηκε σε 12 τράπεζες που είναι αρκετά μεγάλες ώστε να θεωρούνται σημαντικές για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οι ευρωπαϊκές τραπεζικές καταθέσεις θα είναι πιθανότατα πιο σταθερές από ό,τι στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τη Moody’s. Οι μεγάλες τράπεζες τείνουν επίσης να επωφελούνται από την εστίαση στις ασφαλισμένες καταθέσεις λιανικής και από το χαμηλότερο μερίδιο των «ευαίσθητων στην εμπιστοσύνη» μετρητών από μεγάλες εταιρείες εταιρείες ή πλούσιους ιδιώτες, ανέφερε ο οίκος αξιολόγησης.
«Αυτό θα βοηθήσει αυτές τις τράπεζες να προστατεύσουν πολύ καλύτερα τις χρηματοδοτικές τους βάσεις σε περιόδους πίεσης και εύθραυστων κεφαλαιαγορών», στηρίζοντας έτσι τη σταθερότητα των ρευστών ισολογισμών αυτών των τραπεζών», ανέφερε η Moody’s.
Η ισχυρή πιστωτική ανάπτυξη και τα υψηλότερα επιτόκια ενισχύουν τις ελληνικές τράπεζες
Σε ειδικό report για τα αποτελέσματα των τραπεζών το 2022, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s εξήγησε χθες ότι η ισχυρή πιστωτική ανάπτυξη, τα υψηλότερα επιτόκια και οι χαμηλότερες απομειώσεις ενισχύουν τα κέρδη των τραπεζών το 2022.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, οι τράπεζες θα δυσκολευτούν περισσότερο να επιτύχουν ουσιαστικές μειώσεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Οι πληθωριστικές πιέσεις και τα υψηλότερα επιτόκια θα ασκήσουν πιέσεις στην ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετούν τα δάνειά τους. Ταυτόχρονα, οι δυνητικοί καθοδικοί κίνδυνοι για τους ευάλωτους δανειολήπτες είναι πιθανό να αντισταθμιστούν από την ανθεκτικότητα του εταιρικού τομέα και το νέο πρόγραμμα ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF), τα οποία θα συνεχίσουν να αυξάνουν τη βάση των εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών.
Οι αξιολογήσεις για τις τέσσερις των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών είναι: Alpha Bank (Ba2/Ba3 Stabe, b1), Eurobank (Ba2/Ba3 Positive, b1), Εθνική Τράπεζα (Ba2/Ba3 Θετική, b1) και Τράπεζα Πειραιώς (Ba3/B1 Σταθερή, b2).
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα (Ba3, θετικές προοπτικές) ανέφεραν ισχυρά κέρδη για την προηγούμενη χρονιά, υποστηριζόμενα από την υψηλή πιστωτική ανάπτυξη και τα υψηλά επιτόκια, ενώ κατάφεραν να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους και να αυξήσουν περαιτέρω τις καταθέσεις των πελατών τους.
Τα προβληματικά δάνεια μειώνονται περαιτέρω, αν και θα πρέπει να γίνουν περισσότερες βελτιώσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, εξηγεί ο οίκος αξιολόγησης. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) συνέχισαν να μειώνονται κατά τη διάρκεια του 2022, καθώς και οι τέσσερις τράπεζες ολοκλήρωσαν τις τιτλοποιήσεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, μειώνοντας τον μέσο σταθμισμένο δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους σε περίπου 6,3% το 2022, από 10% το 2021 και από το ανώτατο επίπεδο του 49% τον Δεκέμβριο του 2016. Κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, οι τράπεζες θα δυσκολευτούν περισσότερο να επιτύχουν ουσιαστικές μειώσεις των NPE λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων επιτοκίων.
Το κεφάλαιο παραμένει άνετα πάνω από τις απαιτήσεις, αν και η ποιότητά του εξακολουθεί να είναι υπονομεύεται από το υψηλό επίπεδο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs). Και οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες ανέφεραν σχετικά άνετους δείκτες εποπτικών κεφαλαίων το 2022 πάνω από τους ελάχιστους δείκτες απαιτήσεων, μετά τη σημαντική κατανάλωση κεφαλαίων από τις περισσότερες τράπεζες τα τελευταία χρόνια.
Ο μέσος δείκτης πλήρως επιβαρυμένων κατηγορίας 1 (CET1) ήταν 13,5% το 2022 σε σύγκριση με το 12,4% το 2021, αν και αναμένει ότι ο προτιμώμενος από τη Moody’s δείκτης ενσώματων κοινών μετοχών (TCE) δείκτες για το έτος θα είναι σημαντικά χαμηλότεροι από τους δείκτες CET1.
Βελτιωμένη κερδοφορία το 2022, υποστηριζόμενη από τα βασικά λειτουργικά έσοδα
Οι δείκτες συνδυασμένων καθαρών εσόδων από τόκους (NII) αυξήθηκαν κατά 5,2% κατά τη διάρκεια του 2022, υποστηρίζοντας το βασικό λειτουργικό τους εισόδημα με τον κύριο άξονα ανάπτυξης να προέρχεται από μια ισχυρή αύξηση των δανείων κατά μέσο όρο περίπου 5,8%, η οποία ήταν κυρίως εταιρικά δάνεια που συνδέονται με τη χρηματοδότηση έργων. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επέτρεψε στις τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια χορηγήσεων ταχύτερα από τα επιτόκια καταθέσεων.
Η αύξηση των καταθέσεων στηρίζει τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση των τραπεζών, εκτιμά η Moody’s. Στις τέσσερις ελληνικές τράπεζες, οι ενοποιημένες καταθέσεις πελατών αυξήθηκαν κατά 5,8% κατά τη διάρκεια του 2022, στηρίζοντας τη ρευστότητά τους με ένα μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 198% στο τέλος του 2022. Περίπου το ήμισυ των ρευστών στοιχείων ενεργητικού τους έχει τη μορφή τίτλων του ελληνικού δημοσίου, ενώ οι αντισταθμίσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή περιορίζουν τυχόν μη πραγματοποιηθείσες ζημίες. Επιπλέον, και οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να αξιοποιούν τις διεθνείς κεφαλαιαγορές κατά τη διάρκεια του 2022, προκειμένου να καλύψουν τις ελάχιστες απαιτήσεις τους για ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).
Διαβάστε ακόμη
Γιατί η ακρίβεια μένει αφού ο πληθωρισμός «φεύγει»
Η Αλβανία θέλει να γίνει το νέο Ελ Ντοράντο για επενδύσεις σε ακίνητα και τουρισμό (pics)