Τον πήχη των προσδοκιών των ευρωπαϊκών αγορών θέλησαν να… κατεβάσουν με ένα μπαράζ δηλώσεων αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μόλις μία ημέρα μετά την ιστορική αντιστροφή της νομισματικής πολιτικής με την πρώτη μείωση των επιτοκίων από το 2019.
Κοινός παρονομαστής η εκτίμηση πως η μάχη κατά του πληθωρισμού δεν έχει κερδηθεί ακόμη και πως το τελευταίο… μίλι θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο, κάτι που θα υποχρεώσει το συμβούλιο να κινηθεί αργά και πολύ προσεκτικά.
H Κριστίν Λαγκάρντ, σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε σε πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες, επανέλαβε την άποψη που εξέφρασε και μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, πως παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί ο πόλεμος κατά του πληθωρισμού δεν έχει τελειώσει και η Τράπεζα θα πρέπει να παραμείνει σε εγρήγορση.
«Χρειάζεται να κρατήσουμε το πόδι μας στο φρένο για κάποιο καιρό ακόμη, ακόμη κι αν δεν το πατάμε τόσο δυνατά όσο πριν» τόνισε χαρακτηριστικά, προαναγγέλοντας διατήρηση της γενικής γραμμής της περιοριστικής πολιτικής, παρά και την πρώτη πτώση των επιτοκίων.
Οι σκληροί…
Η ΕΚΤ «δεν οδηγεί με αυτόματο πιλότο» όταν λαμβάνει τις αποφάσεις της για την πορεία των επιτοκίων, πρόσθεσε σε σημερινές του δηλώσεις ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, Γιοακίμ Νάγκελ, επισημαίνοντας πως, παρά το γεγονός ότι η χθεσινή μείωση των επιτοκίων «δεν ήταν πρόωρη» δεδομένης της προόδου που έχει επιτευχθεί, ο πληθωρισμός παραμένει «ιδιαίτερα επίμονος», κυρίως στον κλάδο των υπηρεσιών.
Άλλωστε, και η ίδια η Bundesbank, κατά την παρουσίαση των νέων δικών της προβλέψεων για τη γερμανική οικονομία νωρίτερα, προχώρησε σε επί τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεων της τοποθετώντας τον πληθωρισμό στη Γερμανία, από το 2,7% στο 2,8% για τη φετινή χρονιά και τους ρυθμούς ανάπτυξης από το 0,4% στο 0,3%.
Το γερμανικό «γεράκι» δεν ήταν βέβαια ο μοναδικός κεντρικός τραπεζίτης που θέλησε να κρατήσει «μικρό καλάθι» όσον αφορά την επόμενη ημέρα. «Η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να λάβει τις αποφάσεις της πολύ προσεκτικά και να μην βιαστεί υπερβολικά να μειώσει τα επιτόκια» ξεκαθάρισε ο Εσθονός Μάντις Μίλερ σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, ενώ o Λετονός Μάρτινς Κάζακς υπογράμμισε σε blog post πως «η νίκη δεν βρίσκεται ακόμη στα χέρια μας» όσον αφορά τον πληθωρισμό, κάτι που σημαίνει πως «περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων θα πρέπει να είναι σταδιακές.
Ακόμη πιο διφορούμενος εμφανίστηκε, ωστόσο, ο Ιρλανδός κεντρικός τραπεζίτης, Γκάμπριελ Μακλούφ, κάνοντας λόγο για «ανώμαλο δρόμο μπροστά» και υπογραμμίζοντας ο ίδιος και οι συνάδελφοι του δεν γνωρίζουν «πόσο γρήγορα θα πρέπει να προχωρήσουμε ή αν βέβαια θα πρέπει να προχωρήσουμε άλλο».
Όσον αφορά τον Αυστριακό Ρόμπερτ Χόλτσμαν, δεδομένου πως παραδέχτηκε και ο ίδιος πως ήταν το μόνο μέλος του συμβουλίου που επέμεινε να καταψηφίσει την έναρξη της νομισματικής χαλάρωσης, στερώντας έτσι την λήψη μιας ομόφωνης απόφασης για την πρώτη μείωση των ευρωεπιτοκίων, ο προειδοποιητικός του τόνος δεν προκάλεσε έκπληξη.
Σε δηλώσεις του υποστήριξε πως, εφόσον το συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με βάση τα τρέχοντα στοιχεία, θα έπρεπε να σταθεί στα πρόσφατα στοιχεία που έδειξαν άνοδο του πληθωρισμού (στο 2,6% σε ετήσια βάση το Μάιο). Επομένως, μετά την – όπως την χαρακτήρισε – «γερακίσια μείωση» των επιτοκίων, το συμβούλιο «θα κινηθεί πολύ πιο προσεκτικά στο μέλλον».
Οι ουδέτεροι…
Ο Γάλλος, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, ο οποίος πρόσφατα είχε αιφνιδιάσει ευχάριστα τις αγορές ανοίγοντας «παράθυρο» για μια δεύτερη περικοπή των επιτοκίων, στη συνεδρίαση του Ιουλίου, αυτή τη φορά εμφανίστηκε πολύ πιο προσεκτικός. «Θα προσαρμόσουμε τον ακριβή ρυθμό των επόμενων μειώσεων των επιτοκίων χωρίς να βιαστούμε ή και να το αναβάλουμε όσο η προοπτική της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού επιβεβαιώνεται».
Ουδέτερη στάση, αρνούμενοι να δεσμευτούν για τα επόμενα βήματα, κράτησαν αντιστοίχως ο συνήθως μετριοπαθής Πορτογάλος Μάριο Σεντένο, αλλά και ο Σλοβένος συνάδελφος του Μπόστιαν Βάσλε.
Και οι μετριοπαθείς…
Βέβαια, υπήρξαν και κάποιες, λίγες ωστόσο, πιο μετριοπαθείς φωνές. Ο Λιθουανός Γκεντίμινας Σίμκους υποστήριξε πως «βλέπει» χώρο για περαιτέρω χαλάρωση μέσα στη χρονιά, «εφόσον η οικονομία κινηθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις» και ο Φινλανδός ομόλογος του Όλι Ρεν παραδέχτηκε πως για την ώρα τα στοιχεία συνηγορούν προς την κατεύθυνση της συνέχισης της επιβράδυνσης του πληθωρισμού, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
«Χθες καταφέραμε επιτέλους να στείλουμε κάποια καλά νέα για την οικονομία από την Φρανκφούρτη: η σοβαρή πληθωριστική πίεση έχει καταλαγιάσει και η μείωση των επιτοκίων θα υποστηρίξει την ανάκαμψη των ρυθμών ανάπτυξης» έγραψε σε blog post ο κ. Ρεν, κάνοντας λόγο για την πιθανότητα ενός ρυθμού περικοπών της τάξεως του 1%-2% τα επόμενα χρόνια.
Αντιστοίχως, κατά τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, αν και ο πληθωρισμός είναι πιθανόν να ανέβει κάπως από τα σημερινά επίπεδα, θα υποχωρήσει και πάλι προς την κατεύθυνση του 2% προς τα τέλη της επόμενης χρονιάς. Αν και παραδέχτηκε πως «οι επόμενοι μήνες δεν θα είναι εύκολοι».
Η πίεση των μισθών
Στις δηλώσεις τους, πολλοί κεντρικοί τραπεζίτες στάθηκαν στον κίνδυνο που ελλοχεύει από τις πιέσεις που ασκούν οι αυξημένοι μισθοί. Πραγματικά, ο… αγαπημένος πληθωριστικός δείκτης της ΕΚΤ από το μέτωπο των μισθών, που δημοσιεύτηκε νωρίτερα, κατέγραψε περαιτέρω επιτάχυνση επιβεβαιώνοντας τις αντοχές του πληθωρισμού.
Συγκεκριμένα οι αποδοχές ανά εργαζόμενο αυξήθηκαν κατά 5,1% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο, από το 4,9% το τελευταίο τρίμηνο του 2023, ήτοι πολύ πάνω από το 4,6% που ανέμεναν οι αναλυτές. Μάλιστα, η έκθεση περιλάμβανε και μια προειδοποίηση πως η τάση εκτιμάται πως θα παραμείνει ανοδική και μάλιστα με πιο ισχυρό ρυθμό από ότι αναμενόταν, κυρίως λόγω των αυξήσεων στο Δημόσιο τομέα της Γερμανίας.
Ο παράγοντας της δημοσιονομικής πολιτικής
Πάντως, η «σκληρή» της ΕΚΤ, Ίζαμπελ Σνάμπελ, πρόσθεσε από την πλευρά της έναν ακόμη επιβαρυντικό παράγοντα στην εξίσωση: την αδύναμη δημοσιονομική πειθαρχία από τα κράτη μέλη που μπορεί να λειτουργήσει σαν τροχοπέδη για την στρατηγική και τους στόχους της κεντρικής τράπεζας.
«Η έλλειψη δημοσιονομικής προσαρμογής, παρά τα υψηλά επίπεδα χρεών μπορεί να εμποδίσει την πορεία της νομισματικής πολιτικής και να αυξήσει τα ρίσκα» προειδοποίησε σε ομιλία της, σε συνέδριο, δηλώνοντας ανήσυχη για τις εκτιμήσεις για τα δημοσιονομικά δεδομένα και το γεγονός ότι τα διαρθρωτικά πρωτογενή ισοζύγια για το 2024 και το 2025 εκτιμάται πως θα μείνουν κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα.
Αντιστοίχως, για το θέμα του πληθωρισμού και των επιτοκίων κράτησε επίσης προσεκτική στάση. «Καθώς οι μελλοντικές προοπτικές του πληθωρισμού παραμένουν αβέβαιες, δεν μπορούμε να δεσμευτούμε από πριν σε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι» υπογράμμισε η Γερμανίδα οικονομολόγος και μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου.
Διαβάστε ακόμη
Axia Research: «Μια καινούργια ημέρα ξημερώνει για τις ελληνικές τράπεζες» (γραφήματα)
RIP: Φωτοβολταϊκά σε νεκροταφεία
EΛΣΤΑΤ: Ανάπτυξη 2,1% για την ελληνική οικονομία το πρώτο τρίμηνο
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ