«Με τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 να απέχουν ένα μήνα, οι δημοσκοπήσεις και οι προβλέψεις των αναλυτών της αγοράς δείχνουν ως το πιο πιθανό αποτέλεσμα της κάλπης μια διαιρεμένη κυβέρνηση», εξηγεί η αμερικανική τράπεζα Goldman Sachs.
Οι προβλέψεις δείχνουν με 85% πιθανότητα ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα αποκτήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας, της Βουλής των Αντιπροσώπων ή και των δύο και μόλις 15% πιθανότητα οι Δημοκρατικοί να διατηρήσουν τον ενιαίο νομοθετικό έλεγχο της κυβέρνησης. «Παρόλο που οι πιθανότητες των Δημοκρατικών αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, έχουν μειωθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Οι οικονομολόγοι μας πιστεύουν ότι ο συνεχιζόμενος έλεγχος του Κογκρέσου από τους Δημοκρατικούς θα οδηγούσε πιθανότατα σε συγκρατημένα περισσότερες δημοσιονομικές δαπάνες και υψηλότερο επιτόκιο Fed Funds απ’ ό,τι υπό μια διαιρεμένη κυβέρνηση», εξηγούν οι αναλυτές του οίκου.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, οι οικονομολόγοι της τράπεζας αναμένουν ότι μια νίκη των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή και/ή στη Γερουσία θα οδηγήσει σε ελαφρώς χαμηλότερη αύξηση των δαπανών από ό,τι αν οι Δημοκρατικοί διατηρήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου. Σε περίπτωση νίκης των Δημοκρατικών, αναμένουν ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα προσπαθήσουν να περάσουν τμήματα της δημοσιονομικής ατζέντας που πρότεινε ο Πρόεδρος Μπάιντεν το 2021 και δεν έχουν γίνει ακόμη νόμος, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης της υγειονομικής κάλυψης και των φορολογικών πιστώσεων για τη φροντίδα των παιδιών μαζί με πιθανές αυξήσεις φόρων.
Επιπλέον, μια νίκη των Δημοκρατικών θα αύξανε πιθανώς τη δημοσιονομική αντίδραση σε περίπτωση ύφεσης σε σχέση με τα περιορισμένα μέτρα που πιθανώς θα περνούσαν υπό μια διαιρεμένη κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα, οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs πιστεύουν ότι ο συνεχιζόμενος έλεγχος του Κογκρέσου από τους Δημοκρατικούς θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ελαφρώς αυξημένη πορεία του επιτοκίου των ομοσπονδιακών κεφαλαίων τα επόμενα χρόνια σε σχέση με ένα Κογκρέσο με διχοτομημένο ή ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικανούς.
Οι μετοχές συνήθως αποδίδουν καλά μετά τις ενδιάμεσες εκλογές, καθώς μειώνεται η πολιτική αβεβαιότητα
Κατά τα τελευταία 90 χρόνια, οι μετοχές συνήθως αποδίδουν καλά μετά τις ενδιάμεσες εκλογές, καθώς μειώνεται η πολιτική αβεβαιότητα. Ο S&P 500 έχει αποφέρει μέση απόδοση 3% μέχρι το τέλος του έτους και 17% κατά τους 12 μήνες που ακολουθούν τις ενδιάμεσες εκλογές. Οι αποδόσεις των μετοχών ήταν γενικά ελαφρώς υψηλότερες υπό διαιρεμένες κυβερνήσεις από ό,τι όταν ένα κόμμα έχει τον ενιαίο πολιτικό έλεγχο. «Φέτος, ωστόσο, πιστεύουμε ότι το αποτέλεσμα των εκλογών θα κατέχει χαμηλή θέση στη λίστα των μακροοικονομικών παραγόντων που επηρεάζουν τις αποδόσεις της αγοράς μετοχών. Η μακροπρόθεσμη δομή της μεταβλητότητας του S&P 500 και οι πρόσφατες συζητήσεις μας με τους επενδυτές υποστηρίζουν αυτή την άποψη», εκτιμά ο οίκος.
Εντός της αγοράς μετοχών, οι μετοχές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και το καλάθι πολιτικής των Δημοκρατικών έχουν πρόσφατα συσχετιστεί θετικά με τις πιθανότητες της αγοράς πρόβλεψης για την επικράτηση των Δημοκρατικών. «Τα φορολογικά καλάθια μετοχών αντικατοπτρίζουν μικρή ανησυχία όσον αφορά τον κίνδυνο υψηλότερων φορολογικών συντελεστών εάν οι Δημοκρατικοί διατηρήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου. Οι μετοχές του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης έχουν ιστορικά καλές επιδόσεις τους μήνες που ακολουθούν τις ενδιάμεσες εκλογές και οι πρόσφατες συσχετίσεις υποδηλώνουν ότι θα πρέπει να υπεραποδώσουν και φέτος, αν η βασική υπόθεση της αγοράς για μια διαιρεμένη κυβέρνηση επαληθευτεί», επισημαίνει η GS.
Διαβάστε ακόμα:
ΔΝΤ για ελληνική οικονομία: Στο 1,8% η ανάπτυξη το 2023
Βενζίνη: Πόσα ξοδεύουν οι Έλληνες τον χρόνο – Οι φθηνότερες και οι ακριβότερες χώρες (πίνακας)