του Αλέξανδρου Κασιμάτη
Tον Μάιο, όταν θα έχουν ολοκληρωθεί τα stress tests και οι υπόλοιποι έλεγχοι των εποπτικών αρχών, ενώ ταυτόχρονα θα έχουν εφαρμοστεί οι νέες λογιστικές και άλλες ρυθμιστικές απαιτήσεις, θα πληροφορηθούμε τον τελικό λογαριασμό στις τράπεζες.
Οι πιέσεις που δέχτηκαν οι τραπεζικές μετοχές το τελευταίο διάστημα ξέφυγαν από τα όρια των χρηματιστηριακών διακυμάνσεων και άρχισαν να παίρνουν διαστάσεις συστημικής απειλής. Το Χ.Α. έχει υποβαθμιστεί στην κατηγορία των αναδυόμενων αγορών και αυτό έχει προκαλέσει ανάλογη μεταβολή στην ποιότητα των ξένων θεσμικών.
Η συντριπτική πλειονότητα των ξένων επενδυτών είναι πλέον hedge funds και η παρουσία των μακροπρόθεσμων σταθερών επενδυτών έχει μειωθεί. Η αλλαγή αυτή καταγράφεται και στα μετοχολόγια των τραπεζών, με ενδεικτικότερη περίπτωση το Paulson Fund.
Το trading στις μετοχές και τα αντανακλαστικά των hedge funds, σε συνδυασμό με την μπερδεμένη εικόνα που δημιούργησαν δανειστές και επόπτες για τις τράπεζες, οδήγησε το Χρηματιστήριο σε νευρική κρίση. Η σύγχυση για το αν οι τράπεζες χρειάζονται ή όχι νέα κεφάλαια με δημόσιες δηλώσεις μεταξύ ΔΝΤ, ΕΚΤ και κυβέρνησης δημιούργησαν μια πρωτόγνωρη κατάσταση τινάζοντας στα ύψη την αβεβαιότητα. Οι εκπρόσωποι των τραπεζών έγιναν μάρτυρες της ανησυχίας των επενδυτών-μετόχων στα road shows που παραδοσιακά διοργανώνονται τον Σεπτέμβριο στο Λονδίνο. Ειδικά στο road show της ΕΧΑΕ, τα στελέχη τουλάχιστον ορισμένων τραπεζών βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση όταν οι εκπρόσωποι των funds τούς έλεγαν με αυστηρότητα: «Είστε μη επενδύσιμοι με βάση τα κριτήριά μας».
Τα σημάδια ότι το κλίμα αλλάζει είχαν φανεί από νωρίς το καλοκαίρι. Το πρώτο καμπανάκι χτύπησε όταν χρειάστηκαν κεφάλαια δύο ισπανικές τράπεζες. Ακολούθησε απόφαση των εποπτικών αρχών να τεθεί για τις ελληνικές τράπεζες ελάχιστο όριο 50% για τον δείκτη κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Μετά από αυτό δημιουργήθηκε μεταξύ των επενδυτών ανησυχία για το αν αλλάζει η ΕΚΤ την πολιτική της. Οι Ελληνες και οι Ιταλοί τραπεζίτες πήγαν στις 11 Σεπτεμβρίου στην ΕΚΤ προκειμένου να διαπιστώσουν τις διαθέσεις της εποπτείας. Αφού οι αξιωματούχοί της διαβεβαίωσαν ότι τίποτε δεν άλλαξε από την πλευρά τους, στη συνέχεια άσκησαν αφόρητες πιέσεις στους Ελληνες τραπεζίτες να αντιμετωπίσουν δυναμικά το ζήτημα των κόκκινων δανείων.
Ολο αυτό το διάστημα τα σενάρια για το αν οι τράπεζες χρειάζονται ή όχι κεφάλαια έδιναν και έπαιρναν. Οι πιέσεις στις μετοχές ήδη είχαν αρχίσει στο Χ.Α., αλλά απέκτησαν ανησυχητική δυναμική με το πόρισμα της ΤτΕ για πωλήσεις δανείων και μια σειρά άλλων διοικητικών αποφάσεων της περιόδου 2014-2016 στην Τράπεζα Πειραιώς. Χωρίς να γνωρίζει η αγορά το ακριβές περιεχόμενο του πορίσματος, δημιουργήθηκαν εντυπώσεις και χρειάστηκε να περάσουν αρκετές ημέρες και ουκ ολίγες ανακοινώσεις της τράπεζας μέχρι να πειστούν οι μέτοχοι ότι είναι μια υπόθεση που η Πειραιώς έχει αφήσει πίσω της.
Με τους δανειστές χωρισμένους στα δύο για το αν πρέπει να γίνει έλεγχος στοιχείων ενεργητικού (AQR) στις τράπεζες και στο παρασκήνιο τα σενάρια να οργιάζουν, οι μέτοχοι των τραπεζών δεν έβλεπαν μπροστά τους μια προοπτική για τις τράπεζες αλλά ένα μπερδεμένο κουβάρι με πολλά αναπάντητα ερωτήματα:
■ Τι είδους stress tests θα γίνουν στις τράπεζες και πόσο αληθεύουν τα σενάρια ότι πιθανόν ορισμένες να χρειαστούν κεφάλαια;
■ Μήπως κάποιες τράπεζες αν βρεθούν αντιμέτωπες με νέες κεφαλαιακές ανάγκες δεν μπορούν να σηκώσουν τα αναγκαία κεφάλαια από τις αγορές;
■ Αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά ή όχι οι τράπεζες τα κόκκινα δάνεια; Θα μπορέσουν να προχωρήσουν οι πλειστηριασμοί; Τι θα συμβεί αν το 2018 φανεί ότι δεν πιάνουν τους στόχους;
■ Υπάρχουν και άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις πίσω από το πόρισμα για την Τράπεζα Πειραιώς;
■ Τι επιπτώσεις δημιουργεί για το ελληνικό πρόγραμμα η νέα γερμανική κυβέρνηση, η οποία όλα δείχνουν ότι θα είναι προϊόν διαφορετικών πολιτικών ισορροπιών και συμβιβασμών;
Ταυτόχρονα, η βουτιά της χρηματιστηριακής αγοράς ανατροφοδοτήθηκε από την ενεργοποίηση των stop-loss στα διάφορα χαρτοφυλάκια. Την πτωτική τάση λέγεται ότι εκμεταλλεύτηκαν και hedge funds παίρνοντας θέσεις σορτ, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουν στον επίσημο δανεισμό τίτλων. Οι πιέσεις ξεκίνησαν από τη μετοχή της Πειραιώς και γρήγορα επεκτάθηκαν σε αυτές και των υπολοίπων. Κάθε μέρα γονάτιζε μια τραπεζική μετοχή ανάλογα με το τι περιλάμβανε το ξένο χαρτοφυλάκιο που εκείνη την ημέρα ρευστοποιούσε επιθετικά.
Η λύτρωση
Η κατάσταση δημιούργησε μεγάλη ανησυχία στις τράπεζες και στους μεγαλομετόχους τους, η οποία μεταφέρθηκε και στην κυβέρνηση, που φαίνεται να κατανόησε τους κινδύνους της περίστασης. Αλλωστε αν οι μετοχές των τραπεζών παρέμεναν σε ελεύθερη πτώση, ήταν ζήτημα χρόνου το πρόβλημα να πλήξει τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος όταν οι πελάτες θα άρχιζαν να αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Η λύτρωση ήρθε από τον συμβιβασμό του ΔΝΤ με ΕΚΤ και Κομισιόν, που επισφράγισε με δήλωσή του ο Πολ Τόμσεν αποσύροντας το αίτημα για ελέγχους AQR.
Ουσιαστικά, το Ταμείο και η ΕΚΤ αποδέχθηκαν το ένα τη θέση του άλλου, εξέλιξη που αναμφίβολα δημιουργεί έναν πιο ήπιο δρόμο. Ωστόσο, η μπάλα είναι στο γήπεδο της ΕΚΤ, καθώς κάθε αμφιβολία για τις ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να καταρριφθεί επαρκώς και θεμελιωμένα.
Βασικό κριτήριο είναι η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων. Στο πλαίσιο αυτό έρχονται το 2018 αλλεπάλληλες πωλήσεις χαρτοφυλακίων ενώ οι τράπεζες θα κλιμακώσουν τους πλειστηριασμούς.
Η ΕΚΤ προτίθεται να ξεκινήσουν τα stress tests αρχές Μαρτίου και τα αποτελέσματα να γίνουν γνωστά τον Μάιο ώστε, αν προκύψουν κεφαλαιακές ανάγκες, αυτό να συμβεί ενώ ακόμη θα τρέχει το ελληνικό πρόγραμμα προκειμένου να υπάρχει τρόπος να εξασφαλιστούν τα κεφάλαια. Αυτή θα είναι και η τελική δοκιμασία, αφού έως τότε θα έχουν ολοκληρωθεί οι έλεγχοι στα προβληματικά δάνεια (ΤΑR) που είναι σε εξέλιξη και θα έχει εφαρμοστεί το λογιστικό πρότυπο IFRS 9, ο νέος τρόπος υπολογισμού του σταθμισμένου ενεργητικού (ΤRΙΜ). Toν Μάιο θα γίνει ο λογαριασμός, οπότε θα γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν οι τράπεζες χρειάζονται κεφάλαια.
Οι τράπεζες δεν είναι ανίσχυρες, καθώς έχουν κεφαλαιακές ρεζέρβες. Διαθέτουν ικανοποιητικό επίπεδο επισφαλειών, όπως και σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα, καθώς οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειάς τους είναι από 2 μέχρι και 4-5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τα ελάχιστα όρια που έχει θέσει η ΕΚΤ. Επιπλέον, οι συστημικές τράπεζες παράγουν ετησίως κέρδη προ προβλέψεων περίπου 4,2 δισ. ευρώ. Αυτά δημιουργούν στην τριετία ένα επιπλέον μαξιλάρι προβλέψεων, της τάξης των 12 δισ. ευρώ, που μπορεί να αξιοποιηθεί.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, το κλειδί θα είναι ο χρόνος και οι συνθήκες μείωσης των προβληματικών δανείων.