Και ξαφνικά, η παγκόσμια οικονομία στρέφει ξανά το βλέμμα στην Κίνα, καθώς η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη ταλανίζεται από ένα εκρηκτικό μίγμα κοινωνικής οργής, μεγάλων διαδηλώσεων, διαδοχικών lockdowns, υγειονομικών κινδύνων και μικρότερης ανάπτυξης.
Η κυβέρνηση, σ’ αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον υπόλοιπο πλανήτη, έχει υιοθετήσει μια στρατηγική «μηδενικής ανοχής» στον κορωνοϊού. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένα κρούσματα «αρκούν» για να τεθεί σε απομόνωση μια ολόκληρη πόλη εκατομμυρίων κατοίκων.
Το τελευταίο διάστημα, εν μέσω της νέας έξαρσης της πανδημίας, οι κινεζικές αρχές επιβάλλουν ολοένα και περισσότερα lockdowns, τα οποία όμως προκαλούν έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια. Αποτέλεσμα είναι χιλιάδες άνθρωποι να διαδηλώνουν στους δρόμους εναντίον της κυβέρνησης.
Φυσικά, όλα αυτά έχουν βαρύ «αποτύπωμα» στην εγχώρια οικονομία, καθώς κινητοποιήσεις και lockdowns επιδρούν αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα, η οποία έχει ήδη επιβραδυνθεί αισθητά. Ας μην ξεχνάμε ότι οι προβλέψεις για τη φετινή ανάπτυξη απέχουν παρασάγγας από τον στόχο του +5% (λίγο άνω του 3% έναντι 8% το 2021), ενώ σε χαμηλά επίπεδα διατηρούνται οι εκτιμήσεις και για το 2023 (λίγο άνω του +4%).
Και όταν μιλάμε για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, τα παραπάνω αφορούν τους… πάντες. Εξάλλου, η Κίνα συνιστά τον μεγαλύτερο εισαγωγέα μιας σειράς προϊόντων, αγαθών και μετάλλων.
Δεν είναι τυχαίο ότι η τιμή του πετρελαίου υποχωρεί τη Δευτέρα στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2021, καθώς οι επενδυτές φοβούνται τον κίνδυνο πτώσης της κατανάλωσης στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της ασιατικής χώρας.
Απώλειες παρατηρούνται και στις τιμές των βασικών μετάλλων, με τα συμβόλαια χαλκού να περιορίζονται κατά 1,7% και του σιδηρομεταλλεύματος κατά 2%. Το μαγειρικό λάδι, ταυτόχρονα, καταγράφει κάμψη κατά 3%, εν μέσω των ανησυχιών για καθίζηση της ζήτησης σε εστιατόρια και ξενοδοχεία (ως απόρροια των lockdowns).
Το επόμενη ημέρα
Το δίλημμα της κυβέρνησης είναι μεγάλο, καθώς εφόσον υποκύψει στις πιέσεις και άρει τα μέτρα περιορισμού, ναι μεν θα δοθούν πολύτιμες «ανάσες» στην οικονομία και τους πολίτες, αλλά ταυτόχρονα η υγειονομική κρίση θα προσλάβει μεγάλες διαστάσεις. Είναι ενδεικτικό ότι οι ειδικοί προειδοποιούν ότι, σ’ ένα τέτοιο σενάριο, σχεδόν 6 εκατομμύρια πολίτες θα χρειαστεί να νοσηλευτούν σε μονάδες εντατικής θεραπείας.
Οι χαμηλές θερμοκρασίες, οι νέες -πιο μεταδοτικές- μεταλλάξεις, τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού, αλλά και η αποκλειστική χρήση των -σαφώς λιγότερο αποτελεσματικών- κινεζικών εμβολίων συνιστούν τους παράγοντες εκτίναξης του προβλήματος της πανδημίας.
Και σίγουρα, αυτό προκαλεί μεγάλο πολιτικό κόστος στην κυβέρνηση του Σι Τζινμπίνγκ. Ιδίως αν επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις των ειδικών. «Ό,τι και να συμβεί, θα πλήξει την έναρξη της τρίτης προεδρικής θητείας του Σι» εκτιμά ο Τσαρλς Πάρτον, πρώην Βρετανός διπλωμάτης, ο οποίος ζούσε επί σειρά ετών στην Κίνα. «Εάν κρατήσει αυτήν την σκληρή τακτική κι αυτό δεν λειτουργήσει αποτελεσματικά, θα μοιάζει ευάλωτος, κινδυνεύοντας να χάσει την εμπιστοσύνη του κόμματος» προσθέτει, μιλώντας στο Bloomberg.
Από την άλλη πλευρά, εφόσον η αυστηρή πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας συνεχιστεί, τότε η οικονομική ζημιά θα αποδειχθεί τεράστια, ενώ η κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί και μια αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια. Όχι η καλύτερη δυνατή εξέλιξη για τον Σι. Γι’ αυτόν τον λόγο, υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η ηγεσία της χώρας θα αναγκαστεί να δρομολογήσει μια ταχύτερη έξοδο από την πολιτική των αλλεπάλληλων lockdowns.
Αυτήν τη στιγμή, για παράδειγμα, η Goldman Sachs δίνει πιθανότητες 30% στο ενδεχόμενο άρσης της στρατηγικής μηδενικής ανοχής έως το β’ τρίμηνο του 2023. «Δεν νομίζω ότι ο Σι θα παραδεχθεί τα λάθη του, αλλά το κύμα των διαδηλώσεων θα μπορούσε να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για ταχύτερη έξοδο από τη σημερινή πολιτική» εξηγεί επικουρικά ο Γκάμπριελ Γουλντάου, αναλυτής της Teneo Holdings.
«Η επαναλειτουργία της Κίνας δεν μοιάζει εύκολη υπόθεση. Η οικονομία ενδεχομένως θα υποφέρει περισσότερο είτε λόγω των ατελείωτων και δίχως νόημα μέτρων περιορισμού, είτε λόγω της υγειονομικής κρίσης» τονίζει, από την πλευρά του, ο Ίπεκ Οζκαρντεσκάγια, αναλυτής της Swisspuote Bank.
Διαβάστε επίσης
Αυξήθηκε στα €60 εκατ. ετησίως η οικειοθελής παροχή από τους εφοπλιστές στο Δημόσιο
Νέο «κανόνι» στην αγορά των κρύπτο – Η BlockFi είναι το επόμενο «θύμα» της FTX