Ενώ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού οι Αμερικανοί ετοιμάζονται να «ξεμπερδέψουν» με τις αυξήσεις επιτοκίων, δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο και στην Ευρώπη, όπου τα «γεράκια» εξακολουθούν να ζητούν νέες παρεμβάσεις στη νομισματική πολιτική, προκειμένου να αναχαιτιστεί ο πληθωρισμός.
Ενδεικτική είναι η πρόσφατη δήλωση του Κλάας Κνοτ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ο οποίος προανήγγειλε «περισσότερες από μία αυξήσεις των 50 μονάδων βάσης», καθώς ο δείκτης τιμών καταναλωτή παραμένει σε μη ικανοποιητικά επίπεδα (πολλαπλάσια του 2%, ο οποίος είναι ο στόχος).
«Η επικεφαλής της ΕΚΤ έχει ήδη ανακοινώσει όσα σχεδόν χρειάζονται για να δικαιολογηθεί ένας σταθερός ρυθμός πολλαπλών αυξήσεων των 50 μονάδων βάσης» τόνισε στο CNBC ο Ολλανδός τραπεζίτης, ο οποίος θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα «γεράκια» της Φρανκφούρτης.
Και το πρόβλημα είναι ότι την παραπάνω άποψη συμμερίζονται αρκετά ακόμη στελέχη της κεντρικής τράπεζας, τα οποία θεωρούν ότι τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω, ώστε να «πέσει» επιτέλους ο πληθωρισμός. Ανεξαρτήτως των επιπτώσεων αυτής της πολιτικής στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Αυτήν τη στιγμή, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ βρίσκεται στο 2,5% και το επιτόκιο καταθέσεων στο 2%. Στις 2 Φεβρουαρίου, η κεντρική τράπεζα θα συνεδριάσει εκ νέου, με τους αναλυτές να περιμένουν μια νέα παρέμβαση στα επιτόκια της τάξης των 50 μονάδων βάσης. Αυτό σημαίνει ότι το βασικό επιτόκιο θα αναθεωρηθεί στο 3% και το επιτόκιο καταθέσεων στο 2,5%.
Τα «γεράκια»
Τουλάχιστον 13 μέλη της ΕΚΤ, ωστόσο, θεωρούν ότι η απόφαση του Φεβρουαρίου θα πρέπει να επαναληφθεί και τους επόμενους μήνες -έως ότου τα επιτόκια φθάσουν σ΄ ένα επίπεδο αρκετά πειστικό, ώστε να μπει ένα οριστικό τέλος στον πληθωρισμό. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι τα υψηλά επιτόκια υπονομεύουν την οικονομία.
Το βασικό τους επιχείρημα συνίσταται στον λεγόμενο «σκληρό» (ή «υποκείμενο») πληθωρισμό, δηλαδή στον δείκτη τιμών, ο οποίος εξαιρεί τους ευμετάβλητους κλάδους της ενέργειας και των τροφίμων, και ο οποίος παραμένει σε ανοδική τροχιά, φθάνοντας τον Δεκέμβριο στο ιστορικό υψηλό του 6,9%.
Η στάση της Λαγκάρντ
«Δεν υπάρχουν ενδείξεις υποχώρησης των πιέσεων στον υποκείμενο πληθωρισμό» δήλωσε την Πέμπτη από το Νταβός ο Γάλλος τραπεζίτης, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, ο οποίος θεωρείται ότι αντηχεί τις απόψεις της επικεφαλής, Κριστίν Λαγκάρντ.
Η ίδια η Γαλλίδα οικονομολόγος, ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια συζήτησης στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, επιβεβαίωσε ότι ο πληθωρισμός παραμένει πολύ υψηλός και δήλωσε έτοιμη να λάβει όσα μέτρα απαιτηθούν, προκειμένου να επαναφέρει έγκαιρα τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τους αναλυτές, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ είναι πιθανό να ξεπεράσει το 3,5% και να φθάσει κοντά στο 4% μέσα στους επόμενους μήνες, ενώ το επιτόκιο καταθέσεων εκτιμάται ότι μπορεί να υπερβεί ακόμη και το 3% – 3,25%.
Τα «περιστέρια»
Στον αντίποδα όλων των παραπάνω, υπάρχουν οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού Νότου, συμπεριλαμβανομένου του Γιάννη Στουρνάρα, οι οποίοι συντάσσονται στο στρατόπεδο των «περιστεριών», δηλαδή όσων ζητούν σταδιακή ολοκλήρωση του κύκλου νομισματικής σύσφιγξης.
Η συγκεκριμένη ομάδα υποστηρίζει ότι δεν χρειάζονται νέες μεγάλες αυξήσεις, καθώς ο γενικός πληθωρισμός βρίσκεται σε επιβράδυνση (9,2% τον Δεκέμβριο από 10,1% τον Νοέμβριο), ενώ οι τιμές στην ενέργεια βαίνουν αποκλιμακούμενες. Επομένως, καλλιεργείται το κατάλληλο κλίμα, ώστε να μπει περαιτέρω «φρένο» στη σφιχτή πολιτική της ΕΚΤ.
Τα δύο «στρατόπεδα»
Φυσικά, τα δύο στρατόπεδα, τα οποία έχουν συγκροτηθεί στο εσωτερικό της ΕΚΤ, αντανακλούν τη διττή φύση των εθνικών οικονομιών που συνυπάρχουν στην Ευρωζώνη.
Από τη μία πλευρά, οι χώρες του Νότου, οι οποίες βιώσαν μια μεγάλη απομείωση του ΑΕΠ την περίοδο της ευρω-κρίσης, εστιάζουν περισσότερο στην ανάγκη για ανάπτυξη και λιγότερο στην ανάγκη μείωσης του πληθωρισμού. Εξ ου και οι «φωνές» για μικρότερες αυξήσεις επιτοκίων.
Από την άλλη πλευρά, οι χώρες του σκληρού «πυρήνα», οι οποίες απέφυγαν τη μεγάλη και παρατεταμένη ύφεση των προηγούμενων ετών, θεωρούν τις υψηλές τιμές ως το βασικότερο πρόβλημα της οικονομίας και αφήνουν σε δεύτερη μοίρα το ΑΕΠ. Και γι’ αυτό επιμένουν για νέες παρεμβάσεις στη νομισματική πολιτική.
Διαβάστε επίσης
Ενεργειακή κρίση: Πόσο χαμήλωσε η Ευρώπη τους θερμοστάτες (πίνακες)
Τα προάστια της Αθήνας με αύξηση πάνω από 20% σε τιμές πώλησης και ενοίκια (πίνακες)
H Google κόβει 12.000 θέσεις εργασίας – Απολύεται το 6% των υπαλλήλων παγκοσμίως