Πέραν των άμεσων επιπτώσεων στα χρηματιστήρια, για επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης λόγω των υψηλότερων τιμών του πετρελαίου και των τροφίμων, στρεβλώσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού, απομειώσεις των περιουσιακών στοιχείων κάνουν λόγω οι διεθνείς οίκοι εξαιτίας του γεωπολιτικού κινδύνου από τη Ρωσία-Ουκρανία. Οι μετοχές υποχωρούν περίπου 11% από το υψηλό του Ιανουαρίου και 5% περίπου από τις εντάσεις στη Ρωσία-Ουκρανία που κλιμακώθηκαν σημαντικά στις αρχές Φεβρουαρίου.
Ενώ η πορεία της κρίσης Ρωσίας-Ουκρανίας παραμένει ασαφής, με δυνητικά αυξημένη μεταβλητότητα βραχυπρόθεσμα, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής εξακολουθεί να παραμένει ο βασικός κίνδυνος για τις μετοχές, καθώς οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να επαναφέρουν επιθετικά την τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό χαμηλότερα.
H αμερικανική τράπεζα Morgan Stanley εξηγεί ότι αν η κατάσταση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αποκλιμακωθεί τότε ένα ράλι τιμών 5% στα χρηματιστήρια των ΗΠΑ είναι πολύ πιθανό. Επιπρόσθετα, εκτιμά ότι στα τρέχοντα επίπεδα αβεβαιότητας, τα οποία είναι υψηλά, σημαντικό μέρος από τα αρνητικά νέα σχετικά με τη στρατιωτική αντιπαράθεση έχουν αποτιμηθεί στις αγορές και τελικά οι θεμελιώδεις δυνάμεις θα αποτελέσουν τους τα ορόσημα και τους καταλύτες των αγορών το επόμενο διάστημα και όχι τόσο οι αυξήσεις επιτοκίων της Fed. Το σημαντικό ερώτημα της Morgan Stanley είναι αν το σκηνικό της αποστροφής του κινδύνου στις αγορές οφείλεται στην ένταση μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας ή έχει βαθύτερες προεκτάσεις όπως π.χ. την επιβράδυνση στους ρυθμούς ανάπτυξης.
H Goldman Sachs βλέπει τον δείκτη S&P 500 έως και 6% χαμηλότερα, αν η σύγκρουση στην Ουκρανία συνεχιστεί και βασίζουν τους υπολογισμούς τους στην πρόσφατη ευαισθησία των παγκόσμιων περιουσιακών στοιχείων στο ρούβλι. Το χειρότερο σενάριο, μια πτώση 10% του ρωσικού νομίσματος θα ωθούσε το πετρέλαιο σε άνοδο 13% και θα προκαλούσε αύξηση στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αναφοράς, ανέφεραν. «Αν και οι εντάσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας φάνηκε να επηρεάζουν κυρίως τα τοπικά περιουσιακά στοιχεία τον Ιανουάριο, οι δευτερογενείς επιπτώσεις στα παγκόσμια περιουσιακά στοιχεία ήταν πολύ πιο εμφανείς τον Φεβρουάριο”, έγραψε η ομάδα του Dominic Wilson. «Στο χειρότερο σενάριο της Goldman Sachs μια πτώση της τάξης του 9% για τις ευρωπαϊκές και ιαπωνικές μετοχές, μια πτώση σχεδόν 10% στο τεχνολογικό Nasdaq και μια πτώση του ευρώ κατά 2% έναντι του δολαρίου, θα είναι η επίδραση. Αντίθετα, ένα “σενάριο αποκλιμάκωσης” θα έβλεπε το ρούβλι να ενισχυθεί, οι αμερικανικές μετοχές να αυξηθούν κατά περίπου 6% και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να κάνουν άλμα.
Η JP Morgan βλέπει ότι η ένταση Ρωσίας-Ουκρανίας είναι ένας κίνδυνος για τις αμερικανικές εταιρείες, αλλά ένα σοκ στις τιμές της ενέργειας εν μέσω μιας επιθετικής στροφή της κεντρικής τράπεζας με επίκεντρο τον πληθωρισμό θα μπορούσε να υποβαθμίσει περαιτέρω το επενδυτικό συναίσθημα και τις προοπτικές ανάπτυξης», εξηγεί η αμερικανική τράπεζα JP Morgan.
Eπισημαίνει και προτείνει ειδικά για τις μετοχές με άμεση / έμμεση έκθεση σε αυτό το γεωπολιτικό γεγονός: Ρωσία-Ουκρανία Outperformers (έμμεση έκθεση μέσω της ενέργειας, των υλικών και των βιομηχανιών/άμυνας), Ρωσία-Ουκρανία Underperformers (άμεση/έμμεση έκθεση, με άμεση λογιστική έκθεση στα έσοδα) περίπου 4% κατά μέσο όρο, π.χ. KGC 14%, ARNC 9%, PM 8%, PEP 4%, MCD 4%) και Ρωσία-Ουκρανία Underperformers (χρησιμοποιώντας στατιστική ανάλυση) μεμονωμένες εταιρείες με δυνητικά υψηλές θετικές/αρνητικές ευαισθησίες σε αυτό τον γεωπολιτικό κίνδυνο.
H ελβετική UBS εκτιμά ότι η διέλευση ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία φαίνεται να αποκλείει οποιαδήποτε σύνοδο κορυφής μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ Μπάιντεν και του Ρώσου προέδρου Πούτιν. Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο πρόκειται να ανακοινώσουν κυρώσεις κατά της Ρωσίας ως απάντηση στη στρατιωτική δράση και η Ευρώπη ενδέχεται να ακολουθήσει.
Η οικονομία της Ρωσίας δεν είναι τόσο σημαντική σε παγκόσμιο επίπεδο (περίπου 3% της παγκόσμιας οικονομίας, ή περίπου το μισό μέγεθος της Καλιφόρνιας). Η κύρια ανησυχία των επενδυτών είναι η ενέργεια. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου αντανακλά ένα ασφάλιστρο κινδύνου για πιθανή μελλοντική διαταραχή του εφοδιασμού. Ενώ μια αύξηση της τιμής του πετρελαίου μπορεί να προκαλέσει μια προσωρινή διόγκωση του πληθωρισμού, η οικονομική διαταραχή είναι πιο πιθανή από τις τιμές του πετρελαίου που είναι υψηλότερες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Το επίπεδο τιμών που επιτυγχάνεται σε μια κορύφωση είναι λιγότερο σημαντικό. Οι κυρώσεις θα επηρεάσουν συγκεκριμένες εταιρείες ή τομείς των αγορών μετοχών. Η αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές κυρώσεις θα προσθέσει ασφάλιστρο κινδύνου σε αυτούς τους τομείς.
H Credit Suisse εκτιμά ότι οι αγορές τείνουν να αντιδρούν υπερβολικά στα γεωπολιτικά γεγονότα, όπως π.χ. μετά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, για παράδειγμα, όπου ο δείκτης S&P 500 υποχώρησε αρχικά 17%, αλλά αργότερα ανέκτησε το επίπεδό του μέσα σε πέντε μήνες. «Ο βασικός μηχανισμός μετάδοσης δεν είναι μέσω της οικονομικής μετάδοσης, η Ρωσία αποτελεί μόλις το 1,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ή της χρηματοπιστωτικής μετάδοσης (οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία έχουν λιγότερο από το 0,2% των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων στη Ρωσία), αλλά μέσω των βασικών εμπορευμάτων, καθώς η Ρωσία αντιπροσωπεύει περίπου το 10% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και το 41% των ευρωπαϊκών εισαγωγών φυσικού αερίου και είναι επίσης κρίσιμος προμηθευτής αζωτούχων λιπασμάτων, παλλαδίου, νικελίου, ποτάσας και αλουμινίου.
Η ελβετική τράπεζα εκτιμά ότι οι υποκείμενες τάσεις υποδηλώνουν ότι το πετρέλαιο μπορεί να αυξηθεί στα 100 δολάρια ανά βαρέλι και η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του ΟΠΕΚ μέχρι το τέλος του 2023 θα είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Οι κανονικές ανοδικές αγορές πετρελαίου τείνουν να κορυφώνονται στα περίπου 112 δολάρια, ενώ η τιμή του πετρελαίου κορυφώνεται όταν οι κερδοσκοπικές θέσεις είναι υψηλές (σ.σ. που δεν είναι ακόμη). Ως εκ τούτου, συνεχίζει η Credit Suisse να ευνοεί τις νορβηγικές χρηματοοικονομικές εταιρείες (Nordea, Gjensidige), εταιρείες δοκιμών (Applus, Intertek) και τις εταιρείες του Μεξικού. Οι ευρωπαϊκές μεγάλες εταιρείες φαίνονται αφύσικα φθηνές σε σχέση με τις αντίστοιχες εταιρείες των ΗΠΑ. Στα μοντέλα της CS, ο χρυσός έχει 15% “πριμ εισβολής” και ως εκ τούτου μειώνει την κατανομή στον χρυσό. Η αποσύνδεση του πετρελαίου και της Ρωσίας είναι πολύ υψηλότερη τώρα από ό,τι κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στην Κριμαία και τη Γεωργία και η Ρωσία βαθμολογείται στην κορυφή των αναδυόμενων αγορών, ως εκ τούτου, προτείνει στους επενδυτές έμμεση ρωσική έκθεση (Carlsberg) και άμεση (Renaissance Insurance).
Η Deutsche Bank εκτιμά ότι οι γεωπολιτικές εξελίξεις μπορεί να «στοιχίσουν» στον δείκτη S&P 500 περίπου 6% έως 8% και χρειάζονται περίπου τρεις εβδομάδες για τις μετοχές για να φτάσουν σε έναν πυθμένα και άλλες τρεις για να ανακάμψουν στα προηγούμενα επίπεδα. H γερμανική Deutsche Bank εξηγεί ότι το σκηνικό του αυξανόμενου γεωπολιτικού κινδύνου και της σύσφιξης των χρηματοπιστωτικών συνθηκών οδηγεί σε επανεκτίμηση της πιθανότητας αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ το 2022. Όσον αφορά τα εμπορεύματα, οι αυξανόμενες εντάσεις οδήγησαν σε νέα άνοδο του πετρελαίου, καθώς οι αγορές ευρύτερα τιμολογούν έναν αυξανόμενο κίνδυνο σύγκρουσης. Το πετρέλαιο δεν έχει ξεφύγει πάνω από τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν πριν από 10 ημέρες, όταν ο Πρόεδρος Μπάιντεν έκανε την αρνητική του δήλωση πριν από το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Επιπλέον, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για το φυσικό αέριο στην Ευρώπη υποχώρησαν στην πραγματικότητα επίσης κατά -2,5% στα 72 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Η γεωπολιτική αναταραχή αντιστάθμισε ορισμένα πολύ ισχυρά νούμερα στους δείκτες PMI για το Φεβρουάριο, οι οποίοι ήταν ισχυρότεροι από τους αναμενόμενους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο σύνθετος δείκτης PMI της Ευρωζώνης αυξήθηκε στο 55,8 (έναντι 52,9 που αναμενόταν), προερχόμενος από χαμηλό 11 μηνών τον Ιανουάριο για να φτάσει σε υψηλό 5 μηνών τον Φεβρουάριο.
Διαβάστε ακόμη
Πλειστηριασμοί: Κληρώνει σήμερα για «βροχή» επώνυμων σφυριών (pics)