Μία μόλις βαθμίδα πριν την κατηγορία «σκουπίδια» βρίσκεται η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Credit Suisse, μετά τη σημερινή υποβάθμιση από τον οίκο S&P Global Ratings.
Πιο συγκεκριμένα, εν μέσω των προσπαθειών ανάκαμψης της ιστορικής ελβετικής τράπεζας, ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης -ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους παγκοσμίως- υποβάθμισε την Credit Suisse σε «BBB-» από «ΒΒΒ» προηγουμένως, κάτι που σημαίνει ότι πλέον βρίσκεται μία «ανάσα» από την αξιολόγηση «BB». Δηλαδή τα… σκουπίδια.
«Υπάρχουν κίνδυνοι εν μέσω του επιδεινούμενου και ευμετάβλητου οικονομικού περιβάλλοντος» εξήγησε ο Standard & Poor’s, ο οποίος τουλάχιστον διατήρησε τις προοπτικές της αξιολόγησης σε «σταθερές».
Όλα αυτά επέρχονται λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Credit Suisse, η οποία μέσα στο επόμενο διάστημα καλείται να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ) κατά 4 δισ. φράγκα, να κάνει ολικό λίφτινγκ στον επενδυτικό βραχίονα, να προβεί σε πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων (μονάδα τιτλοποίησης) και να απολύσει 9.000 εργαζόμενους.
Σύμφωνα με τη διοίκηση, το κόστος των παραπάνω μέτρων υπολογίζεται σε 2,9 δισ. φράγκα έως το 2024. Ωστόσο, αυτή η επιλογή ήταν μονόδρομος, καθώς τα διαδοχικά σκάνδαλα, οι αλλεπάλληλες υποθέσεις φοροδιαφυγής και τα μεγάλα πρόστιμα των εποπτικών αρχών έχουν πλήξει σημαντικά τη φήμη, την αξιοπιστία και το… ταμείο της τράπεζας. Είναι ενδεικτικό ότι οι ζημιές του γ’ τριμήνου εκτοξεύθηκαν στα 4,03 δισ. φράγκα.
Η υποβάθμιση από τον S&P σημαίνει ότι η Credis Suisse αυτήν τη στιγμή διαθέτει τη χειρότερη αξιολόγηση ανάμεσα στις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες, κάτι το οποίο φυσικά συνιστά μεγάλο μειονέκτημα σε σχέση με τον ανταγωνισμό, ως απόρροια του υψηλού κόστους δανεισμού.
Η μετοχή της ελβετικής τράπεζας, στον απόηχο όλων των παραπάνω, υποχωρεί κατά περίπου 2% και διαμορφώνεται στα 4,14 φράγκα, μετρώντας απώλειες άνω του 50% από τις αρχές του 2022.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Credit Suisse, Ούλριχ Κόρνερ, θέλοντας να ενισχύσει την αξιοπιστία του σχεδίου ανάκαμψης, διαβεβαίωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι η τράπεζα θα καταστεί εκ νέου κερδοφορία από το 2024 και ότι μέχρι τότε θα συνεχίζει να καταβάλει μερίσματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την ολοκλήρωση της ΑΜΚ, η Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας θα γίνει ένας από τους μεγαλύτερους μετόχους, έχοντας μερίδιο της τάξης του 10%. Σημαντική άνοδο στο μετοχικό μερίδιο αναμένεται να δει και το ταμείο πλούτου του Κατάρ.
Διαβάστε επίσης
Προσδιορίστε την εμπορική αξία του σπιτιού σας με ένα κλικ
Πώς η Αντίπαρος μεταμορφώθηκε στο ελληνικό case-study του διεθνούς real-estate