Με τον πληθωρισμό στα ύψη, η ΕΚΤ προχώρησε στην τέταρτη διαδοχική αύξηση επιτοκίων για το 2022, με το βασικό επιτόκιο να φτάνει στο 2,5% για πρώτη φορά μετά το 2008. «Το γεγονός ότι η μεγαλύτερη πανδημία από την εποχή της ισπανικής γρίπης ακολουθήθηκε από ένα κύμα πληθωρισμού δεν αποτελεί έκπληξη, αλλά τα οικονομικά μοντέλα είναι τυφλά στα ιστορικά γεγονότα», σχολιάζει η Handelsblatt.
«Οι τιμές προβλέπεται πως θα αυξηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα και πιο έντονα από ό,τι θα ήθελε η ΕΚΤ. Στην τρέχουσα πρόβλεψή της, η κεντρική τράπεζα αναμένει ότι ο πληθωρισμός δεν θα προσεγγίσει τον στόχο του 2% πριν το 2026», αναφέρει από τη μεριά της η Süddeutsche Zeitung, επισημαίνοντας ακόμη πως το παιχνίδι είναι και ψυχολογικό:
«Εάν εμπεδωθεί η πίστη στους καταναλωτές πως ο πληθωρισμός δεν θα επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα μεσοπρόθεσμα, οι συνέπειες θα ήταν δραματικές: οι εταιρείες θα απαιτούσαν υψηλότερες τιμές για τα προϊόντα τους με βάση τις προσδοκίες τους για τον πληθωρισμό και οι εργαζόμενοι με τη σειρά τους θα απαιτούσαν υψηλότερους μισθούς – μία αλληλουχία γεγονότων που θα επιδείνωνε τον πληθωρισμό ακόμη περισσότερο».
«Θα πρέπει να αυξήσουμε τα επιτόκια σημαντικά περισσότερο, καθώς, στη μάχη κατά του πληθωρισμού, συμμετέχουμε σε ένα μακροχρόνιο παιχνίδι», σχολίασε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Την άποψη αυτή συμμερίζεται η πλειονότητα των οικονομολόγων, με τη Frankfurter Allgemeine Zeitung να σχολιάζει: «Ακόμη και αρκετοί μήνες μειωμένων ρυθμών πληθωρισμού δεν σηματοδοτούν ακόμη αξιόπιστα την αντιστροφή της τάσης. Αυτή η επιφύλαξη ισχύει ακόμη περισσότερο όταν ο πληθωρισμός μειώνεται, κυρίως λόγω των κρατικών τιμολογιακών φραγμών σε μεμονωμένα αγαθά, όπως η ενέργεια».
Διαβάστε τη συνέχεια στην DW